μάντευμα: Difference between revisions
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
(CSV import) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[oracle]], [[oracular answer]] | |woodrun=[[oracle]], [[oracular answer]] | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=τό [[oráculo]], [[respuesta de un dios]] πέμψον μάντευμά τε σεμνόν <b class="b3">envía el sagrado oráculo (ref. a Apolo) </b> P VI 16 (fr. lac.) | |||
}} | }} |
Revision as of 14:50, 15 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, oracle, PI.P.4.73, S. OT992, E.Med.685, etc.: pl., Pi.P.8.60, Pae.7.1, Pl.Ep.311d, Supp.Epigr.3.400 (Delph.), etc.
German (Pape)
[Seite 93] τό, Orakel, Weissagung; Hes. frg. 39, 8; ἦλθέ οἱ κρυόεν μάντευμα, Pind. P. 4, 73, μαντευμάτων ἐφάψατο τέχναις, 8, 63, Πύθια, I. 6, 15; τοιοῖσδε Λοξίου πεισθεὶς μαντεύμασιν, Aesch. Prom. 672 u. öfter; θεήλατον, Soph. O. R. 992 u. sonst; θεοῦ, Eur. Med. 685 u. öfter; einzeln auch in sp. Prosa, Plat. Ep. II, 311 d; Paus.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
réponse d'un oracle.
Étymologie: μαντεύω.
Russian (Dvoretsky)
μάντευμα: ατος τό предсказание, прорицание, оракул (μαντεύματα Πύθια Pind.; μ. θεοῦ Eur.; μ. θεήλατον Soph.; μ. πυθόχρηστον Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
μάντευμα: τό, ἀπόκρισις μαντείου, χρησμός, Ἡσ. Ἀποσπ. 39. 8, Πινδ. Π. 8. 86, καὶ Τραγ., ἐν τῷ πληθ.· ἀλλ’ ἐν τῷ ἑνικ., Πινδ. Π. 4. 130, Σοφ. Ο. Τ. 992, Εὐρ. Μήδ. 685, κτλ.
English (Slater)
μάντευμα (-α nom., -άτων, -ασι(ν).) oracle ἦλθε δέ οἱ κρυόεν πυκινῷ μάντευμα θυμῷ (P. 4.73) ὄφρα μὴ ταμίᾳ Κυράνας ἀτελὴς γένοιτο μαντεύμασιν (sc. Ἀπόλλων) (P. 5.62) μαντευμάτων τ' ἐφάψατο συγγόνοισι τέχναις (sc. Ἀλκμάν) (P. 8.60) ἕλον δ' Ἀμύκλας Αἰγεῖδαι σέθεν ἔκγονοι, μαντεύμασι Πυθίοις (I. 7.15) μαντευμάτων τε θεσπεσίων δοτῆρα καὶ τελεσιε[πῆ] θεοῦ ἄδυτον (Pae. 7.1)
Spanish
Greek Monolingual
και μάντεμα, το (AM μάντευμα) μαντεύω
η απάντηση του μαντείου, ο χρησμός, η προφητεία («τούτῳ θεοῦ μάντευμα κοινῶσαι θέλω», Ευρ.).
Greek Monotonic
μάντευμα: -ατος, τό, χρησμός, σε Πίνδ., Τραγ.
Middle Liddell
μάντευμα, ατος, τό,
an oracle, Pind., Trag.
English (Woodhouse)
Léxico de magia
τό oráculo, respuesta de un dios πέμψον μάντευμά τε σεμνόν envía el sagrado oráculo (ref. a Apolo) P VI 16 (fr. lac.)