λυχνομαντεία: Difference between revisions

From LSJ

οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι → not in numbers but in quality

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
(CSV import)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[λυχνομαντεία]])<br />[[είδος]] αρχαίας μαντικής που γινόταν με σταθερή [[ενατένιση]] και [[προσήλωση]] του βλέμματος σε αναμμένο λύχνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύχνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[μαντεία]] (<span style="color: red;"><</span> [[μαντεύω]]), [[πρβλ]]. [[θεομαντεία]], [[ονειρομαντεία]].
|mltxt=η (Α [[λυχνομαντεία]])<br />[[είδος]] αρχαίας μαντικής που γινόταν με σταθερή [[ενατένιση]] και [[προσήλωση]] του βλέμματος σε αναμμένο λύχνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύχνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[μαντεία]] (<span style="color: red;"><</span> [[μαντεύω]]), [[πρβλ]]. [[θεομαντεία]], [[ονειρομαντεία]].
}}
{{elmes
|esmgtx=ἡ [[licnomancia]], [[adivinación por medio de una lámpara]] χρημάτισόν μοι, περὶ ὧν ἀξιῶ σε, διὰ τῆς αὐτόπτου λυχνομαντίας <b class="b3">profetízame sobre aquello que te pido por medio de la licnomancia que proporciona una visión directa</b> P IV 952 ἧκε μοι, τὸ πνεῦμα τὸ ἀεροπετές, ... ἐπὶ τὴν λυχνομαντείαν ταύτην, ἥν ποιῶ <b class="b3">ven a mí, espíritu que vuela por el aire, a esta licnomancia que estoy realizando</b> P VII 561
}}
}}

Revision as of 15:00, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυχνομαντεία Medium diacritics: λυχνομαντεία Low diacritics: λυχνομαντεία Capitals: ΛΥΧΝΟΜΑΝΤΕΙΑ
Transliteration A: lychnomanteía Transliteration B: lychnomanteia Transliteration C: lychnomanteia Beta Code: luxnomantei/a

English (LSJ)

ἡ, divination by means of a lamp, PMag.Lond.121.540,556 (-τία Pap.), PMag.Par. 1.952 (-τία).

Spanish

licnomancia, adivinación por medio de una lámpara

Greek Monolingual

η (Α λυχνομαντεία)
είδος αρχαίας μαντικής που γινόταν με σταθερή ενατένιση και προσήλωση του βλέμματος σε αναμμένο λύχνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + -μαντεία (< μαντεύω), πρβλ. θεομαντεία, ονειρομαντεία.

Léxico de magia

licnomancia, adivinación por medio de una lámpara χρημάτισόν μοι, περὶ ὧν ἀξιῶ σε, διὰ τῆς αὐτόπτου λυχνομαντίας profetízame sobre aquello que te pido por medio de la licnomancia que proporciona una visión directa P IV 952 ἧκε μοι, τὸ πνεῦμα τὸ ἀεροπετές, ... ἐπὶ τὴν λυχνομαντείαν ταύτην, ἥν ποιῶ ven a mí, espíritu que vuela por el aire, a esta licnomancia que estoy realizando P VII 561