καμαροειδής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
(CSV import)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[καμαροειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] καμάρας, [[τοξοειδής]], [[αψιδωτός]], [[θολωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καμάρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
|mltxt=-ές (AM [[καμαροειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] καμάρας, [[τοξοειδής]], [[αψιδωτός]], [[θολωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καμάρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
{{elmes
|esmgtx=-ές graf. καμορο- [[abovedado]], [[que tiene forma de bóveda]] de una luz μετὰ τὸ εἰπεῖν τὴν φωταγωγίαν ἄνυξον τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ ὄψῃ τὸ φῶς τοῦ λύχνου καμοροειδὲς γινόμενον <b class="b3">después de pronunciar la fórmula para captar la luz, abre los ojos y verás que la luz de la lámpara se ha vuelto abovedada</b> P IV 1105
}}
}}

Revision as of 15:10, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμᾰροειδής Medium diacritics: καμαροειδής Low diacritics: καμαροειδής Capitals: ΚΑΜΑΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kamaroeidḗs Transliteration B: kamaroeidēs Transliteration C: kamaroeidis Beta Code: kamaroeidh/s

English (LSJ)

ές, like a vault, vaulted or arched, Dsc.5.79, Erot. s.v. κοτυληδόνας, Ruf.Oss.25.

German (Pape)

[Seite 1316] ές, gewölbartig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμᾰροειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς καμάραν, θόλον θολοειδής, Γαλην. τ. 10, σ. 151, κλ.

Spanish

abovedado, que tiene forma de bóveda

Greek Monolingual

-ές (AM καμαροειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα καμάρας, τοξοειδής, αψιδωτός, θολωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμάρα + -ειδής].

Léxico de magia

-ές graf. καμορο- abovedado, que tiene forma de bóveda de una luz μετὰ τὸ εἰπεῖν τὴν φωταγωγίαν ἄνυξον τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ ὄψῃ τὸ φῶς τοῦ λύχνου καμοροειδὲς γινόμενον después de pronunciar la fórmula para captar la luz, abre los ojos y verás que la luz de la lámpara se ha vuelto abovedada P IV 1105