εὐαγγελικός: Difference between revisions

From LSJ

οἷς πρόθεσίς ἐστιν ἀδικεῖν, παρ' αὐτοῖς οὐδὲ δικαία ἀπολογία ἰσχύει → not even a just excuse means anything to those bent on injustice | the tyrant will always find a pretext for his tyranny | any excuse will serve a tyrant

Source
(14)
(CSV import)
 
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[εὐαγγελικός]], -ή, -όν) [[ευαγγέλιο]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή περιέχεται στο Ευαγγέλιο («ευαγγελικές ρήσεις»)<br /><b>2.</b> ο [[σύμφωνος]] με τα διδάγματα του Ευαγγελίου («ευαγγελική [[υπομονή]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο Ευαγγελικός</i><br />αυτός που ανήκει στον [[κλάδο]] του δόγματος τών Διαμαρτυρομένων, του οποίου οι οπαδοί παραδέχονται το Ευαγγέλιο ως την αποκλειστική [[πηγή]] της χριστιανικής θρησκείας, αλλ. <i>Ευαγγελιστής</i><br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα Ευαγγελικά</i><br />η [[εξέγερση]] που έγινε στην Αθήνα το 1891 [[εναντίον]] της μεταφράσεως του Ευαγγελίου<br /><b>μσν.</b><br />(για όρκο) αυτός που δίνεται με το [[χέρι]] [[πάνω]] στο Ευαγγέλιο<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε καλή [[αγγελία]] («εὐαγγελικὴ [[χαρά]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευαγγελικώς</i> και <i>ευαγγελικά</i> (ΑΜ εὐαγγελικῶς)<br />σύμφωνα με τις αρχές του Ευαγγελίου («όποιος ζει ευαγγελικά θα [[πάει]] στον παράδεισο»).
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[εὐαγγελικός]], -ή, -όν) [[ευαγγέλιο]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή περιέχεται στο Ευαγγέλιο («ευαγγελικές ρήσεις»)<br /><b>2.</b> ο [[σύμφωνος]] με τα διδάγματα του Ευαγγελίου («ευαγγελική [[υπομονή]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο Ευαγγελικός</i><br />αυτός που ανήκει στον [[κλάδο]] του δόγματος τών Διαμαρτυρομένων, του οποίου οι οπαδοί παραδέχονται το Ευαγγέλιο ως την αποκλειστική [[πηγή]] της χριστιανικής θρησκείας, αλλ. <i>Ευαγγελιστής</i><br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα Ευαγγελικά</i><br />η [[εξέγερση]] που έγινε στην Αθήνα το 1891 [[εναντίον]] της μεταφράσεως του Ευαγγελίου<br /><b>μσν.</b><br />(για όρκο) αυτός που δίνεται με το [[χέρι]] [[πάνω]] στο Ευαγγέλιο<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε καλή [[αγγελία]] («εὐαγγελικὴ [[χαρά]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευαγγελικώς</i> και <i>ευαγγελικά</i> (ΑΜ εὐαγγελικῶς)<br />σύμφωνα με τις αρχές του Ευαγγελίου («όποιος ζει ευαγγελικά θα [[πάει]] στον παράδεισο»).
}}
{{elmes
|esmgtx=-όν [[evangélico]], [[del Evangelio]] ref. a la oración del Padrenuestro ὅπως ὑγιάνω κ(αὶ) μελλήσω εἰπεῖν τὴν εὐαγγελικὴν εὐχήν <b class="b3">para que me encuentre sano y diga la oración evangélica</b> C 9 14
}}
}}

Latest revision as of 15:15, 15 October 2022

German (Pape)

[Seite 1054] ή, όν, zur fröhlichen Botschaft gehörig; K. S. das Evangelium betreffend, evangelisch, auch im adv.

Greek (Liddell-Scott)

εὐαγγελικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς καλὴν ἀγγελίαν, χαρὰ Achmes ὀνειρ. 10. ΙΙ ἀνήκων εἰς τὸ Εὐαγγέλιον ἢ περιεχόμενος ἐν αὐτῷ, Εἰρην. 1. 3, 6, Κλήμ. Ἀλεξ. Ι. 1168C, Ἱππόλ. 812D, Ὠριγ. Ι. 536D: - Ἐπίρρ. εὐαγγελικῶς Ἱππόλυτ. 696Β, Ἰσιδ. Ἐπιστ. 1. 16, Κύριλλ. Ἀλ. Ι. 137D, κλ.

Spanish

evangélico, del Evangelio

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ εὐαγγελικός, -ή, -όν) ευαγγέλιο
1. αυτός που ανήκει ή περιέχεται στο Ευαγγέλιο («ευαγγελικές ρήσεις»)
2. ο σύμφωνος με τα διδάγματα του Ευαγγελίου («ευαγγελική υπομονή»)
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο Ευαγγελικός
αυτός που ανήκει στον κλάδο του δόγματος τών Διαμαρτυρομένων, του οποίου οι οπαδοί παραδέχονται το Ευαγγέλιο ως την αποκλειστική πηγή της χριστιανικής θρησκείας, αλλ. Ευαγγελιστής
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Ευαγγελικά
η εξέγερση που έγινε στην Αθήνα το 1891 εναντίον της μεταφράσεως του Ευαγγελίου
μσν.
(για όρκο) αυτός που δίνεται με το χέρι πάνω στο Ευαγγέλιο
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε καλή αγγελία («εὐαγγελικὴ χαρά»).
επίρρ...
ευαγγελικώς και ευαγγελικά (ΑΜ εὐαγγελικῶς)
σύμφωνα με τις αρχές του Ευαγγελίου («όποιος ζει ευαγγελικά θα πάει στον παράδεισο»).

Léxico de magia

-όν evangélico, del Evangelio ref. a la oración del Padrenuestro ὅπως ὑγιάνω κ(αὶ) μελλήσω εἰπεῖν τὴν εὐαγγελικὴν εὐχήν para que me encuentre sano y diga la oración evangélica C 9 14