δαιμονιόπληκτος: Difference between revisions
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
(CSV import) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δαιμονιόπληκτος]], -ον (AM)<br />αυτός που έχει πληγεί από [[δαιμόνιο]], [[δαιμονισμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δαιμόνιο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πληκτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]] / [[πλήττω]] ([[πρβλ]]. [[έκπληκτος]], [[φρενόπληκτος]])]. | |mltxt=[[δαιμονιόπληκτος]], -ον (AM)<br />αυτός που έχει πληγεί από [[δαιμόνιο]], [[δαιμονισμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δαιμόνιο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πληκτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]] / [[πλήττω]] ([[πρβλ]]. [[έκπληκτος]], [[φρενόπληκτος]])]. | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=-ον tb. δαιμονο- [[poseído por los démones]] ποιεῖ δὲ (τὸ ὄνομα) καὶ πρὸς δαιμονοπλήκτους <b class="b3">actúa también el nombre con los poseídos por los démones</b> P XII 281 P XXXVI 276 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:20, 15 October 2022
English (LSJ)
ον, = δαιμονιόληπτος (smitten by evil spirits, possessed by evil spirits, possessed), PMag.Leid.V.9.1, Ptol. Tetr.169: Subst. δαιμονιοπληξία, ἡ, ib.170, Petas. ap. Olymp.Alch.p.95 B.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): δαιμονο- PMag.12.281
poseído por un espíritu maligno, poseso Ptol.Tetr.3.15.3, PMag.l.c., Rhetor. en Cat.Cod.Astr.8(4).164, 165.
German (Pape)
[Seite 514] von einem Dämon geschlagen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δαιμονιόπληκτος: -ον, = δαιμονιόληπτος· καὶ οὐσιαστ. -πληξία, ἡ, Πρόκλ.
Greek Monolingual
δαιμονιόπληκτος, -ον (AM)
αυτός που έχει πληγεί από δαιμόνιο, δαιμονισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαιμόνιο + -πληκτος < πλήσσω / πλήττω (πρβλ. έκπληκτος, φρενόπληκτος)].
Léxico de magia
-ον tb. δαιμονο- poseído por los démones ποιεῖ δὲ (τὸ ὄνομα) καὶ πρὸς δαιμονοπλήκτους actúa también el nombre con los poseídos por los démones P XII 281 P XXXVI 276