κύπριος: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
(CSV import) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-α, -ο (AM [[Κύπριος]], -ία, -ον) [[Κύπρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κύπρο ή προέρχεται από αυτήν, [[κυπριακός]], [[κυπραίικος]] («[[Κύπριος]] χαρακτὴρ τ' ἐν γυναικείοις τύποις [[εἰκώς]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.</b>) ο [[Κύπριος]], <i>η Κύπρια</i> ή <i>Κυπρία</i><br />ο [[κάτοικος]] της Κύπρου ή αυτός που κατάγεται από την Κύπρο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) η [[Κύπρις]], η [[Αφροδίτη]] («φίλια δῶρα Κυπρίας», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>τὰ Κύπρια</i><br />(ενν. <i>ἔπη</i>) επικό [[ποίημα]], εισαγωγικό στην [[Ιλιάδα]], το οποίο αποδίδεται στον Στασίνο τον Κύπριο ή στον Ηγησία τον Σαλαμίνιο και το οποίο αρχίζει από τον γάμο του Πηλέως με τη Θέτιδα («ὁ τὰ Κύπρια ποιήσας καὶ τὴν μικράν Ἰλιάδα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[Κύπριος]] [[λίθος]]» — [[είδος]] σμαραγδιού που βρέθηκε στην Κύπρο<br />β) «[[Κύπριος]] βοῦς» — λεγόταν για αδηφάγο άνθρωπο.<br /> <b>(II)</b><br />[[κύπριος]], -ία, -ον (Μ) [[κύπρον]]<br />[[χάλκινος]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-α, -ο (AM [[Κύπριος]], -ία, -ον) [[Κύπρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κύπρο ή προέρχεται από αυτήν, [[κυπριακός]], [[κυπραίικος]] («[[Κύπριος]] χαρακτὴρ τ' ἐν γυναικείοις τύποις [[εἰκώς]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.</b>) ο [[Κύπριος]], <i>η Κύπρια</i> ή <i>Κυπρία</i><br />ο [[κάτοικος]] της Κύπρου ή αυτός που κατάγεται από την Κύπρο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) η [[Κύπρις]], η [[Αφροδίτη]] («φίλια δῶρα Κυπρίας», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>τὰ Κύπρια</i><br />(ενν. <i>ἔπη</i>) επικό [[ποίημα]], εισαγωγικό στην [[Ιλιάδα]], το οποίο αποδίδεται στον Στασίνο τον Κύπριο ή στον Ηγησία τον Σαλαμίνιο και το οποίο αρχίζει από τον γάμο του Πηλέως με τη Θέτιδα («ὁ τὰ Κύπρια ποιήσας καὶ τὴν μικράν Ἰλιάδα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[Κύπριος]] [[λίθος]]» — [[είδος]] σμαραγδιού που βρέθηκε στην Κύπρο<br />β) «[[Κύπριος]] βοῦς» — λεγόταν για αδηφάγο άνθρωπο.<br /> <b>(II)</b><br />[[κύπριος]], -ία, -ον (Μ) [[κύπρον]]<br />[[χάλκινος]]. | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=-ον [[de cobre]] ref. a un estilo κυπρίῳ γραφείῳ γράψας ψυχρηλάτῳ τινὸς τὸ ὄνομα <b class="b3">grabando con un estilo de cobre forjado al fuego el nombre de alguien</b> P IV 1847 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:30, 15 October 2022
English (LSJ)
α, ον, of copper, γραφεῖον PMag.Par.1.1847.
Spanish
Greek Monolingual
(I)
-α, -ο (AM Κύπριος, -ία, -ον) Κύπρος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κύπρο ή προέρχεται από αυτήν, κυπριακός, κυπραίικος («Κύπριος χαρακτὴρ τ' ἐν γυναικείοις τύποις εἰκώς», Αισχύλ.)
2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ο Κύπριος, η Κύπρια ή Κυπρία
ο κάτοικος της Κύπρου ή αυτός που κατάγεται από την Κύπρο
αρχ.
1. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Κύπρις, η Αφροδίτη («φίλια δῶρα Κυπρίας», Πίνδ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Κύπρια
(ενν. ἔπη) επικό ποίημα, εισαγωγικό στην Ιλιάδα, το οποίο αποδίδεται στον Στασίνο τον Κύπριο ή στον Ηγησία τον Σαλαμίνιο και το οποίο αρχίζει από τον γάμο του Πηλέως με τη Θέτιδα («ὁ τὰ Κύπρια ποιήσας καὶ τὴν μικράν Ἰλιάδα», Αριστοτ.)
3. φρ. α) «Κύπριος λίθος» — είδος σμαραγδιού που βρέθηκε στην Κύπρο
β) «Κύπριος βοῦς» — λεγόταν για αδηφάγο άνθρωπο.
(II)
κύπριος, -ία, -ον (Μ) κύπρον
χάλκινος.
Léxico de magia
-ον de cobre ref. a un estilo κυπρίῳ γραφείῳ γράψας ψυχρηλάτῳ τινὸς τὸ ὄνομα grabando con un estilo de cobre forjado al fuego el nombre de alguien P IV 1847