σκοτοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σκοτο-ειδής, ές [[εἶδος]]<br />[[dark]]-looking, Plat.
|mdlsjtxt=σκοτο-ειδής, ές [[εἶδος]]<br />[[dark]]-looking, Plat.
}}
{{elmes
|esmgtx=v. [[σχῆμα]]
}}
}}

Revision as of 15:30, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοτοειδής Medium diacritics: σκοτοειδής Low diacritics: σκοτοειδής Capitals: ΣΚΟΤΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: skotoeidḗs Transliteration B: skotoeidēs Transliteration C: skotoeidis Beta Code: skotoeidh/s

English (LSJ)

ές, dark-looking, Hsch. s.v. ζοφοειδές.

German (Pape)

[Seite 905] ές, finster, dunkel von Ansehen, Hesych.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d'aspect sombre.
Étymologie: σκότος, εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

σκοτοειδής: Plat. v.l. = σκιοειδής.

Greek (Liddell-Scott)

σκοτοειδής: -ές, ὁ φαινόμενος σκοτεινός, Πλάτ. Φαίδων 81D Βεκκῆρ. (ἕτεροι σκιοειδ-).

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που φαίνεται σκοτεινός («ψυχῶν σκοτοειδῆ φαντάσματα», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + -ειδής].

Greek Monotonic

σκοτοειδής: -ές (εἶδος), αυτός που έχει σκοτεινή όψη, σε Πλάτ.

Middle Liddell

σκοτο-ειδής, ές εἶδος
dark-looking, Plat.

Léxico de magia

v. σχῆμα