λαμπαδοῦχος: Difference between revisions

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
(eksahir)
(CSV import)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=λαμπαδοῦχος
|Medium diacritics=λαμπαδοῦχος
|Low diacritics=λαμπαδούχος
|Capitals=ΛΑΜΠΑΔΟΥΧΟΣ
|Transliteration A=lampadoûchos
|Transliteration B=lampadouchos
|Transliteration C=lampadouchos
|Beta Code=lampadou=xos
|Definition=ον, [[torch-carrying]], [[bright-beaming]], [[ἁμέρα]] E. ''IA'' 1506 (lyr.); λ. [[δρόμος]], λ. [[ἀγών]], = [[λαμπαδηφορία]], Lyc. 734, Sch. Ar. ''Ra.'' 131.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0012.png Seite 12]] eine Fackel haltend, tragend, ἁμέρα, vom Hochzeitstage, Eur. l. A. 1505; [[ἀγών]], Fackelwettlauf, gehol. Ar. Ran. 131, wie [[δρόμος]], Lycophr. 734.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0012.png Seite 12]] eine Fackel haltend, tragend, ἁμέρα, vom Hochzeitstage, Eur. l. A. 1505; [[ἀγών]], Fackelwettlauf, gehol. Ar. Ran. 131, wie [[δρόμος]], Lycophr. 734.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui montre une flamme ; [[λαμπαδοῦχος]] [[ἁμέρα]] EUR flambeau du jour.<br />'''Étymologie:''' [[λαμπάς]], [[ἔχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''λαμπᾰδοῦχος:''' факелоносный, факельный, т. е. свадебный, брачный ([[ἁμέρα]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λαμπᾰδοῦχος''': -ον, (ἔχω) ὁ ἔχων λαμπάδα, λάμπων, [[λαμπρός]], [[ἡμέρα]] Εὐρ. Ι. Α. 1506· λ. ἀγὼν = λαμπαδηφορία, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 131· λ. [[δρόμος]] Λυκόφρ. 734· - [[ἐντεῦθεν]] λαμπᾰδουχέω, ἔχω, κρατῶ, ἢ [[φέρω]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1119· καὶ λαμπᾰδουχία, ἡ, τὸ φέρειν ἢ ἔχειν λαμπάδα, Λυκόφρ. 1179, ἐν τῷ πληθ.
|lstext='''λαμπᾰδοῦχος''': -ον, (ἔχω) ὁ ἔχων λαμπάδα, λάμπων, [[λαμπρός]], [[ἡμέρα]] Εὐρ. Ι. Α. 1506· λ. ἀγὼν = λαμπαδηφορία, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 131· λ. [[δρόμος]] Λυκόφρ. 734· - [[ἐντεῦθεν]] λαμπᾰδουχέω, ἔχω, κρατῶ, ἢ [[φέρω]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1119· καὶ λαμπᾰδουχία, ἡ, τὸ φέρειν ἢ ἔχειν λαμπάδα, Λυκόφρ. 1179, ἐν τῷ πληθ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui montre une flamme ; [[λαμπαδοῦχος]] [[ἁμέρα]] EUR flambeau du jour.<br />'''Étymologie:''' [[λαμπάς]], [[ἔχω]].
}}
}}
{{eles
{{eles
|esgtx=[[portador de antorcha]]
|esgtx=[[portador de antorcha]]
}}
{{grml
|mltxt=λαμπαδοῦχος, -ον (Α) [[λαμπάς]]<br /><b>1.</b> αυτός που λάμπει, [[λαμπρός]] («λαμπαδοῦχος [[ἁμέρα]] [[Διός]] τε [[φέγγος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «λαμπαδοῦχος [[ἀγών]]» — [[λαμπαδηφορία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λαμπᾰδοῦχος:''' -ον ([[ἔχω]]), αυτός που έχει [[λαμπάδα]], αυτός που λάμπει, [[λαμπρός]], σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λαμπᾰδ-οῦχος, ον [ἔχω]<br />[[torch]]-[[carrying]], [[bright]]-[[beaming]], Eur.
}}
{{elmes
|esmgtx=-ον [[portador de antorcha]] de Eros σύ ... ἀϊδῆ, ἀσώματε, οἰστρογενέτωρ, τοξότα, λαμπαδοῦχε <b class="b3">tú, invisible, incorpóreo, engendrador de locura, arquero, portador de antorcha</b> P IV 1778
}}
}}

Latest revision as of 15:30, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαμπαδοῦχος Medium diacritics: λαμπαδοῦχος Low diacritics: λαμπαδούχος Capitals: ΛΑΜΠΑΔΟΥΧΟΣ
Transliteration A: lampadoûchos Transliteration B: lampadouchos Transliteration C: lampadouchos Beta Code: lampadou=xos

English (LSJ)

ον, torch-carrying, bright-beaming, ἁμέρα E. IA 1506 (lyr.); λ. δρόμος, λ. ἀγών, = λαμπαδηφορία, Lyc. 734, Sch. Ar. Ra. 131.

German (Pape)

[Seite 12] eine Fackel haltend, tragend, ἁμέρα, vom Hochzeitstage, Eur. l. A. 1505; ἀγών, Fackelwettlauf, gehol. Ar. Ran. 131, wie δρόμος, Lycophr. 734.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui montre une flamme ; λαμπαδοῦχος ἁμέρα EUR flambeau du jour.
Étymologie: λαμπάς, ἔχω.

Russian (Dvoretsky)

λαμπᾰδοῦχος: факелоносный, факельный, т. е. свадебный, брачный (ἁμέρα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

λαμπᾰδοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ ἔχων λαμπάδα, λάμπων, λαμπρός, ἡμέρα Εὐρ. Ι. Α. 1506· λ. ἀγὼν = λαμπαδηφορία, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 131· λ. δρόμος Λυκόφρ. 734· - ἐντεῦθεν λαμπᾰδουχέω, ἔχω, κρατῶ, ἢ φέρω, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1119· καὶ λαμπᾰδουχία, ἡ, τὸ φέρειν ἢ ἔχειν λαμπάδα, Λυκόφρ. 1179, ἐν τῷ πληθ.

Spanish

portador de antorcha

Greek Monolingual

λαμπαδοῦχος, -ον (Α) λαμπάς
1. αυτός που λάμπει, λαμπρός («λαμπαδοῦχος ἁμέρα Διός τε φέγγος», Ευρ.)
2. φρ. «λαμπαδοῦχος ἀγών» — λαμπαδηφορία.

Greek Monotonic

λαμπᾰδοῦχος: -ον (ἔχω), αυτός που έχει λαμπάδα, αυτός που λάμπει, λαμπρός, σε Ευρ.

Middle Liddell

λαμπᾰδ-οῦχος, ον [ἔχω]
torch-carrying, bright-beaming, Eur.

Léxico de magia

-ον portador de antorcha de Eros σύ ... ἀϊδῆ, ἀσώματε, οἰστρογενέτωρ, τοξότα, λαμπαδοῦχε tú, invisible, incorpóreo, engendrador de locura, arquero, portador de antorcha P IV 1778