πρόκωπος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
m (Text replacement - "πᾱς" to "πᾶς")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πρόκωπος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[πρόκωπος]]<br /><b>ναυτ.</b> [[κωπηλάτης]] λέμβου ο [[οποίος]] κάθεται στην πρώτη από την [[πλώρη]] [[σειρά]] σέλματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κρατά ένα [[ξίφος]] από τη [[λαβή]]<br /><b>2.</b> [[έτοιμος]], [[πρόχειρος]] («ἔχειν πρόκωπον τὴν δεξιάν», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιμήκης]]<br /><b>4.</b> (για [[οστό]]) προεκτεταμένος<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «πρόκωπον [[ξίφος]]» — προτεταμένο [[ξίφος]] που κρατιέται από τη [[λαβή]] («[[ξίφος]] πρόκωπον πᾱς τις εὐτρεπιζέτω», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κωπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κώπη]] «[[κουπί]], [[λαβή]]»), <b>πρβλ.</b> <i>επί</i>-<i>κωπος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πρόκωπος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[πρόκωπος]]<br /><b>ναυτ.</b> [[κωπηλάτης]] λέμβου ο [[οποίος]] κάθεται στην πρώτη από την [[πλώρη]] [[σειρά]] σέλματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κρατά ένα [[ξίφος]] από τη [[λαβή]]<br /><b>2.</b> [[έτοιμος]], [[πρόχειρος]] («ἔχειν πρόκωπον τὴν δεξιάν», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιμήκης]]<br /><b>4.</b> (για [[οστό]]) προεκτεταμένος<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «πρόκωπον [[ξίφος]]» — προτεταμένο [[ξίφος]] που κρατιέται από τη [[λαβή]] («[[ξίφος]] πρόκωπον πᾶς τις εὐτρεπιζέτω», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κωπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κώπη]] «[[κουπί]], [[λαβή]]»), <b>πρβλ.</b> <i>επί</i>-<i>κωπος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:40, 29 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόκωπος Medium diacritics: πρόκωπος Low diacritics: πρόκωπος Capitals: ΠΡΟΚΩΠΟΣ
Transliteration A: prókōpos Transliteration B: prokōpos Transliteration C: prokopos Beta Code: pro/kwpos

English (LSJ)

ον, (κώπη) of the sword, A grasped by the hilt, drawn, A. Ag.1651 (troch.), E.Or.1477 (lyr.), al. 2 metaph., ready, A.Ag. 1652 (troch.); ἔχειν π. τὴν δεξιάν Hdn.7.5.4. 3 elongated, Aret. SD2.4 (πρόκοποι codd.); of the os uteri, advanced, Sor.1.34 (Comp., προκοπώτερον cod.).

German (Pape)

[Seite 732] das Schwert am Griffe haltend; Aesch. Ag. 1652; auch ξίφος πρόκωπον πᾶς τις εὐτρεπιζέτω, das Schwert, das Einer bereits am Griffe gefaßt hält, schlagfertig machen, 1651, wie πρόκωπον ξίφος Eur. Or. 1478; πρόκωπον ἔχων τὴν ἅρπην, Luc. D. Mar. 14, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 que l'on tient par la poignée, càd en parl. d'une épée prête pour le combat;
2 qui tient la poignée de l'épée, qui se tient l'épée à la main.
Étymologie: πρό, κώπη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόκωπος -ον [πρό, κώπη] van een zwaard bij het gevest gepakt:. ξῖφος πρόκοπον getrokken zwaard Eur. Or. 1478. van pers. met de hand aan het gevest, slagvaardig. Aeschl. Ag. 1652.

Russian (Dvoretsky)

πρόκωπος:
1) схваченный за рукоятку, т. е. вынутый из ножен, обнаженный (ξίφος Aesch., Eur.; ἅρπη Luc.);
2) схвативший меч за рукоятку: κἀγὼ π. Aesch. и у меня меч в руке.

Greek (Liddell-Scott)

πρόκωπος: -ον, (κώπη) ἐπὶ τοῦ ξίφους, ὁ ἀπὸ τῆς κώπης ἤτοι τῆς λαβῆς κρατούμενος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1651, Εὐρ. Ὀρ. 1477. κ. ἀλλ. 2) μεταφορ., ἕτοιμος, πρόχειρος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1652· πρ. ἔχειν τὴν δεξιὰν Ἡρῳδιάν. 7. 5.

Greek Monolingual

-η, -ο / πρόκωπος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πρόκωπος
ναυτ. κωπηλάτης λέμβου ο οποίος κάθεται στην πρώτη από την πλώρη σειρά σέλματος
αρχ.
1. αυτός που κρατά ένα ξίφος από τη λαβή
2. έτοιμος, πρόχειρος («ἔχειν πρόκωπον τὴν δεξιάν», Ηρωδιαν.)
3. επιμήκης
4. (για οστό) προεκτεταμένος
5. φρ. «πρόκωπον ξίφος» — προτεταμένο ξίφος που κρατιέται από τη λαβήξίφος πρόκωπον πᾶς τις εὐτρεπιζέτω», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -κωπος (< κώπη «κουπί, λαβή»), πρβλ. επί-κωπος].

Greek Monotonic

πρόκωπος: ον, (κώπη), λέγεται για ξίφος, αυτό που πιάνεται, που τραβιέται από, σε Αισχύλ., Ευρ. — μεταφ., έτοιμος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

πρό-κωπος, ον, κώπη
of a sword, grasped by the hilt, drawn, Aesch., Eur.:—metaph. ready, Aesch.