Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σπογγοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0922.png Seite 922]] ές, schwammartig, Hippocr. und sonst.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0922.png Seite 922]] ές, schwammartig, Hippocr. und sonst.
}}
{{eles
|esgtx=[[esponjoso‎]]
}}
{{elnl
|elnltext=σπογγοειδής, σπογγοειδές [σπόγγος, εἶδος] [[sponsachtig]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ, και [[σφογγοειδής]], -ές, Α<br />αυτός που μοιάζει με σπόγγο στη [[σύσταση]] και στις ιδιότητες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα σπογγοειδή</i><br /><b>ζωολ.</b> οι σπόγγοι<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[σπογγοειδής]] [[μυκητίαση]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[λέμφωμα]] του δέρματος που δεν έχει όμως καμία [[σχέση]] με τις μυκητιάσεις [[αλλά]] [[είναι]] αιματοδερματοπάθεια, [[κακοήθης]] [[πάθηση]] του δέρματος και τών κυττάρων της αιμοποιητικής [[σειράς]], που εξελίσσεται σε [[τρεις]] φάσεις. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σπογγοειδῶς</i> Α<br />με τρόπο όμοιο με του σπόγγου, απορροφητικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπόγγος]] / [[σφόγγος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
|mltxt=-ές, ΝΜΑ, και [[σφογγοειδής]], -ές, Α<br />αυτός που μοιάζει με σπόγγο στη [[σύσταση]] και στις ιδιότητες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα σπογγοειδή</i><br /><b>ζωολ.</b> οι σπόγγοι<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[σπογγοειδής]] [[μυκητίαση]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[λέμφωμα]] του δέρματος που δεν έχει όμως καμία [[σχέση]] με τις μυκητιάσεις [[αλλά]] [[είναι]] αιματοδερματοπάθεια, [[κακοήθης]] [[πάθηση]] του δέρματος και τών κυττάρων της αιμοποιητικής [[σειράς]], που εξελίσσεται σε [[τρεις]] φάσεις. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σπογγοειδῶς</i> Α<br />με τρόπο όμοιο με του σπόγγου, απορροφητικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπόγγος]] / [[σφόγγος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
{{elnl
|elnltext=σπογγοειδής -ές [σπόγγος, εἶδος] [[sponsachtig]].
}}
}}

Revision as of 10:57, 6 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπογγοειδής Medium diacritics: σπογγοειδής Low diacritics: σπογγοειδής Capitals: ΣΠΟΓΓΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: spongoeidḗs Transliteration B: spongoeidēs Transliteration C: spoggoeidis Beta Code: spoggoeidh/s

English (LSJ)

ές, sponge-like, spongy, Hp.VM22, Oss.4, Gal.UP7.8, al.; cf. σπογγώδης. Adv. σπογγειδῶς = in a way similar to a sponge Epicur. ap. Placit.2.20.14.

German (Pape)

[Seite 922] ές, schwammartig, Hippocr. und sonst.

Spanish

esponjoso‎

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπογγοειδής, σπογγοειδές [σπόγγος, εἶδος] sponsachtig.

Greek (Liddell-Scott)

σπογγοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς σπόγγον, σπογγώδης, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17., 274. 41, κ. ἀλλ.· πρβλ. σπογγώδης. - Ἐπίρρ. -δῶς, Ἐπίκουρ. παρὰ Στοβ. ἐν Ἐκλ. 1. 532.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ, και σφογγοειδής, -ές, Α
αυτός που μοιάζει με σπόγγο στη σύσταση και στις ιδιότητες
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σπογγοειδή
ζωολ. οι σπόγγοι
2. φρ. «σπογγοειδής μυκητίαση»
ιατρ. λέμφωμα του δέρματος που δεν έχει όμως καμία σχέση με τις μυκητιάσεις αλλά είναι αιματοδερματοπάθεια, κακοήθης πάθηση του δέρματος και τών κυττάρων της αιμοποιητικής σειράς, που εξελίσσεται σε τρεις φάσεις.
επίρρ...
σπογγοειδῶς Α
με τρόπο όμοιο με του σπόγγου, απορροφητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος / σφόγγος + -ειδής].