πα: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
m (pape replacement) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />πᾷ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> <i>πη</i> (II).<br /> <b>(II)</b><br />[[επιφώνημα]] που, επαναλαμβανόμενο <i>πα</i>, <i>πα</i>, <i>πα</i>, δηλώνει [[έκπληξη]], [[δυσφορία]] ή [[άρνηση]] αποδοχής.<br /> <b>(III)</b><br />πα (Α)<br />[[αποκοπή]] της πρόθεσης [[παρά]] («πα Δάματρα», <b>επιγρ.</b>).<br /> <b>(IV)</b><br />πᾳ (Α)<br />(δωρ. τ. [[αντί]] <i>ὅπα</i>) <b>βλ.</b> <i>όπα</i>.<br /> <b>(V)</b><br />πᾳ (Α)<br />(δωρ. τ. [[αντί]] [[ὅπου]]) <b>βλ.</b> <i>όπου</i>.<br /> <b>(VI)</b><br />πᾳ (Α)<br />(δωρ. εγκλιτ. τ. [[αντί]] <i>πῃ</i>) <b>βλ.</b> <i>πη</i>.<br /> <b>(VII)</b><br /><b>μουσ.</b> ο [[πρώτος]] [[φθόγγος]] της κλίμακας της βυζαντινής μουσικής, [[αντίστοιχος]] [[περίπου]] [[προς]] τον <i>ρε</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>νη</i> (ΙΙ)]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />πᾷ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> <i>πη</i> (II).<br /> <b>(II)</b><br />[[επιφώνημα]] που, επαναλαμβανόμενο <i>πα</i>, <i>πα</i>, <i>πα</i>, δηλώνει [[έκπληξη]], [[δυσφορία]] ή [[άρνηση]] αποδοχής.<br /> <b>(III)</b><br />πα (Α)<br />[[αποκοπή]] της πρόθεσης [[παρά]] («πα Δάματρα», <b>επιγρ.</b>).<br /> <b>(IV)</b><br />πᾳ (Α)<br />(δωρ. τ. [[αντί]] <i>ὅπα</i>) <b>βλ.</b> <i>όπα</i>.<br /> <b>(V)</b><br />πᾳ (Α)<br />(δωρ. τ. [[αντί]] [[ὅπου]]) <b>βλ.</b> <i>όπου</i>.<br /> <b>(VI)</b><br />πᾳ (Α)<br />(δωρ. εγκλιτ. τ. [[αντί]] <i>πῃ</i>) <b>βλ.</b> <i>πη</i>.<br /> <b>(VII)</b><br /><b>μουσ.</b> ο [[πρώτος]] [[φθόγγος]] της κλίμακας της βυζαντινής μουσικής, [[αντίστοιχος]] [[περίπου]] [[προς]] τον <i>ρε</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>νη</i> (ΙΙ)]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ᾱ], indef. = [[πη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:30, 24 November 2022
English (LSJ)
apoc. for παρά, πα Δάματρα, π. Δάματρι, GDI3536a20, 3542.11 (Cnidus).
Greek Monolingual
(I)
πᾷ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. πη (II).
(II)
επιφώνημα που, επαναλαμβανόμενο πα, πα, πα, δηλώνει έκπληξη, δυσφορία ή άρνηση αποδοχής.
(III)
πα (Α)
αποκοπή της πρόθεσης παρά («πα Δάματρα», επιγρ.).
(IV)
πᾳ (Α)
(δωρ. τ. αντί ὅπα) βλ. όπα.
(V)
πᾳ (Α)
(δωρ. τ. αντί ὅπου) βλ. όπου.
(VI)
πᾳ (Α)
(δωρ. εγκλιτ. τ. αντί πῃ) βλ. πη.
(VII)
μουσ. ο πρώτος φθόγγος της κλίμακας της βυζαντινής μουσικής, αντίστοιχος περίπου προς τον ρε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. νη (ΙΙ)].
German (Pape)
[ᾱ], indef. = πη.