κορσός: Difference between revisions
Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''κορσός''': -όω, [[κορσωτήρ]] usw.<br />{korsós}<br />'''See also''': s. [[κουρά]].<br />'''Page''' 1,923 | |ftr='''κορσός''': -όω, [[κορσωτήρ]] usw.<br />{korsós}<br />'''See also''': s. [[κουρά]].<br />'''Page''' 1,923 | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, erkl. Hesych. [[κορμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:36, 24 November 2022
English (LSJ)
ὁ, = κορμός, Hsch. (Cf. κοῦρος (B).)
Greek (Liddell-Scott)
κορσός: ό, = κορμός, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κορσός, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κορμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κορ-σ- που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα κορ- της ρίζας κερ- (βλ. λ. κείρω) με παρέκταση -σ-. Αρχικά θα πρέπει να υπήρξε επίθ., του οποίου το θηλ. κόρση ουσιαστικοποιήθηκε. Στην αρχή η λ. κόρση σήμαινε το «κόψιμο τών μαλλιών» (έτσι τήν ετυμολογούσαν και οι Αρχαίοι), ενώ στη συνέχεια δήλωσε τα ίδια τα μαλλιά, ιδίως στα πλάγια της κεφαλής, στους κροτάφους].
Frisk Etymological English
-όω, κορσωτήρ etc.
See also: s. κουρά.
Frisk Etymology German
κορσός: -όω, κορσωτήρ usw.
{korsós}
See also: s. κουρά.
Page 1,923
German (Pape)
ὁ, erkl. Hesych. κορμός.