μυϊκός: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
m (LSJ2 replacement)
m (pape replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myikos
|Transliteration C=myikos
|Beta Code=mui+ko/s
|Beta Code=mui+ko/s
|Definition=ή, όν, of or [[belonging to a fly]], ''Gloss.''
|Definition=ή, όν, of or belonging to a [[fly]], ''Gloss.''
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br />(ανατ. -βιολ.)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μυς ή αυτός που αποτελείται από μυς (α. «μυϊκή [[δύναμη]]» β. «μυϊκή [[λειτουργία]]» γ. «[[μυϊκός]] [[ιστός]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «μυϊκές ίνες» — τα χαρακτηριστικού επιμήκους σχήματος κύτταρα από τα οποία απαρτίζονται οι μύες και τα οποία διακρίνονται σε γραμμωτά μυϊκά κύτταρα ή γραμμωτές μυϊκές ίνες και σε [[λεία]] μυϊκά κύτταρα ή λείες γραμμωτές ίνες<br />β) «μυϊκά ινίδια» — νηματοειδείς σχηματισμοί σε παράλληλη [[διάταξη]] από [[άκρο]] σε [[άκρο]] της μυϊκής ίνας, τα οποία με τη [[σειρά]] τους αποτελούνται από μυϊκά νημάτια παράλληλα [[προς]] τον άξονά τους γ) «μυϊκό [[κύτταρο]]» — η μυϊκή ίνα<br />δ) «μυϊκό [[σύστημα]]» — το [[σύνολο]] τών [[μυών]] του ανθρώπου ή του ζώου, η [[διάταξη]] τών οποίων εξασφαλίζει τη συντονισμένη [[λειτουργία]] του οργανισμού<br />ε) «[[μυϊκός]] [[τόνος]]» — η [[κατάσταση]] της στατικής βράχυνσης τών συσταλτών στοιχείων του μυός.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i> «όργανο του σώματος. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Δαμ. Γεωργίου].
|mltxt=-ή, -ό<br />(ανατ. -βιολ.)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μυς ή αυτός που αποτελείται από μυς (α. «μυϊκή [[δύναμη]]» β. «μυϊκή [[λειτουργία]]» γ. «[[μυϊκός]] [[ιστός]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «μυϊκές ίνες» — τα χαρακτηριστικού επιμήκους σχήματος κύτταρα από τα οποία απαρτίζονται οι μύες και τα οποία διακρίνονται σε γραμμωτά μυϊκά κύτταρα ή γραμμωτές μυϊκές ίνες και σε [[λεία]] μυϊκά κύτταρα ή λείες γραμμωτές ίνες<br />β) «μυϊκά ινίδια» — νηματοειδείς σχηματισμοί σε παράλληλη [[διάταξη]] από [[άκρο]] σε [[άκρο]] της μυϊκής ίνας, τα οποία με τη [[σειρά]] τους αποτελούνται από μυϊκά νημάτια παράλληλα [[προς]] τον άξονά τους γ) «μυϊκό [[κύτταρο]]» — η μυϊκή ίνα<br />δ) «μυϊκό [[σύστημα]]» — το [[σύνολο]] τών [[μυών]] του ανθρώπου ή του ζώου, η [[διάταξη]] τών οποίων εξασφαλίζει τη συντονισμένη [[λειτουργία]] του οργανισμού<br />ε) «[[μυϊκός]] [[τόνος]]» — η [[κατάσταση]] της στατικής βράχυνσης τών συσταλτών στοιχείων του μυός.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i> «όργανο του σώματος. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Δαμ. Γεωργίου].
}}
{{pape
|ptext=<i>von der [[Fliege]]</i>, Sp.
}}
}}

Latest revision as of 16:36, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυϊκός Medium diacritics: μυϊκός Low diacritics: μυικός Capitals: ΜΥΙΚΟΣ
Transliteration A: myïkós Transliteration B: muikos Transliteration C: myikos Beta Code: mui+ko/s

English (LSJ)

ή, όν, of or belonging to a fly, Gloss.

Greek Monolingual

-ή, -ό
(ανατ. -βιολ.)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μυς ή αυτός που αποτελείται από μυς (α. «μυϊκή δύναμη» β. «μυϊκή λειτουργία» γ. «μυϊκός ιστός»)
2. φρ. α) «μυϊκές ίνες» — τα χαρακτηριστικού επιμήκους σχήματος κύτταρα από τα οποία απαρτίζονται οι μύες και τα οποία διακρίνονται σε γραμμωτά μυϊκά κύτταρα ή γραμμωτές μυϊκές ίνες και σε λεία μυϊκά κύτταρα ή λείες γραμμωτές ίνες
β) «μυϊκά ινίδια» — νηματοειδείς σχηματισμοί σε παράλληλη διάταξη από άκρο σε άκρο της μυϊκής ίνας, τα οποία με τη σειρά τους αποτελούνται από μυϊκά νημάτια παράλληλα προς τον άξονά τους γ) «μυϊκό κύτταρο» — η μυϊκή ίνα
δ) «μυϊκό σύστημα» — το σύνολο τών μυών του ανθρώπου ή του ζώου, η διάταξη τών οποίων εξασφαλίζει τη συντονισμένη λειτουργία του οργανισμού
ε) «μυϊκός τόνος» — η κατάσταση της στατικής βράχυνσης τών συσταλτών στοιχείων του μυός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «όργανο του σώματος. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Δαμ. Γεωργίου].

German (Pape)

von der Fliege, Sp.