γλύπτης: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(CSV import)
m (pape replacement)
Line 27: Line 27:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=αὐτός πού σκαλίζει μέ τή [[σμίλη]], [[ἀγαλματοποιός]]). Ἀπό τό [[γλύφω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
|mantxt=(=αὐτός πού σκαλίζει μέ τή [[σμίλη]], [[ἀγαλματοποιός]]). Ἀπό τό [[γλύφω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>wer in [[Steine]] od. Erz eingräbt, in Holz schnitzt, [[Graveur]], [[Bildhauer]], Ep.adesp</i>. 302, 304 (<i>Plan</i>. 142, 145).
}}
}}

Revision as of 16:38, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλύπτης Medium diacritics: γλύπτης Low diacritics: γλύπτης Capitals: ΓΛΥΠΤΗΣ
Transliteration A: glýptēs Transliteration B: glyptēs Transliteration C: glyptis Beta Code: glu/pths

English (LSJ)

Dor. γλύπτας, ου, ὁ, carver, sculptor, APl.4.142, 145.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): dór. γλύπτας AP 16.145
• Grafía: graf. γλύπης MAMA 3.338 (Córico)
escultor, IFayoum 163 (I a.C.), MAMA l.c., 3.454 (Córico), PSI 956.46 (VI d.C.), Stud.Pal.20.260.9 (VI/VII d.C.), IGLS 2916.2 (VI/VII d.C.), AP 16.142, l.c.

Greek (Liddell-Scott)

γλύπτης: -ου, ὁ, ὁ σκαλίζων, ὁ κόπτων ἢ ξέων μάρμαρα ἢ ξύλα, ἰδίως ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Ἀνθ. Π. 4. 142, 145.

Greek Monolingual

γλύπτης, ο (θηλ. γλύπτρια, η) (AM γλύπτης) γλύφω
καλλιτέχνης ο οποίος απεικονίζει διάφορες μορφές ή παραστάσεις, τρισδιάστατες ή ανάγλυφες, σε μάρμαρο, ξύλο, μέταλλο, πηλό κ.λπ.

Greek Monotonic

γλύπτης: -ου, ὁ (γλύφω), σκαλιστής, γλύπτης μαρμάρου, σε Ανθ.

Middle Liddell

γλύφω
a carver, sculptor, Anth.

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού σκαλίζει μέ τή σμίλη, ἀγαλματοποιός). Ἀπό τό γλύφω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

German (Pape)

ὁ, wer in Steine od. Erz eingräbt, in Holz schnitzt, Graveur, Bildhauer, Ep.adesp. 302, 304 (Plan. 142, 145).