διεσθίω: Difference between revisions
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διεσθίω:''' μέλ. <i>-έδομαι</i>, αόρ. | |lsmtext='''διεσθίω:''' μέλ. <i>-έδομαι</i>, αόρ. βʹ <i>διέφᾰγον</i>, κατατρώω· <i>δ. τὴν [[μητέρα]]</i> (<i>βλ</i>. μήτραν), για τα νεογνά της οχιάς, σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. -έδομαι aor2 διέφᾰγον<br />to eat [[through]], δ. τὴν μήτραν, of [[young]] vipers, Hdt. | |mdlsjtxt=fut. -έδομαι aor2 διέφᾰγον<br />to eat [[through]], δ. τὴν μήτραν, of [[young]] vipers, Hdt. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=([[ἐσθίω]]), <i>[[durchfressen]]</i>; Ael. <i>H.A</i>. 15.16; Plut.; übertragen, [[φθόνος]] πάντα, <i>[[verzehren]]</i>, DL. 5.76; πρὶν ἂν διαφάγῃ Her. 3.109. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:41, 24 November 2022
English (LSJ)
fut. A -έδομαι Plu.2.170a: aor. διέφᾰγον Hp.Mul.1.2:— eat through, δ. τὴν μητέρα (v.l. μήτραν), of young vipers, Hdt.3.109, cf. Arist.HA558a30. II consume, corrode, Hp. l. c., Plu. l. c.: metaph., D.L.5.76:—Med., τὴν ψυχήν Ph.2.541.
Spanish (DGE)
• Morfología: [fut. διέδομαι Plu.2.170a; aor. διέφαγον Hdt.3.109, Hp.Mul.1.2]
1 c. suj. animado devorar τὰ τέκνα ... τὴν μητέρα Hdt.l.c., τὴν νηδύν Hdt.l.c., cf. Arist.HA 558a30, Thphr. en Ael.NA.15.16, τὴν γλῶτταν Plu.2.849b, φύλλα D.C.Epit.Xiph.280.4, μυῶν γὰρ πλῆθος ... τὰ τόξα καὶ τὰ λοιπὰ ὅπλα I.AI 10.19, ἡ ἄρκτος ... τὰ δίκτυα Plu.2.918f, τὰ δὲ ὡς καθαρὰ (ἄλογα) διεσθίοντες Bas.Sel.Or.M.85.93A
•fig. δ. σου τὸ σῶμα Plu.2.170a, en v. pas. ἡ κακοδαίμων ὑπὸ τῶν ... κακῶν Corp.Herm.10.20.
2 c. suj. inanimado corroer, consumir τὰ ῥεύματα ... τὸν ἀμφὶ τὴν ὄψιν χιτῶνα Hp.VM 19, cf. Dsc.Eup.1.166, Gal.10.1005, πάχνη ... τὴν γῆν Thphr.CP 3.20.7, τὸ ἁλμυρὸν ... τὰς δυνάμεις Thphr.CP 6.10.1, (ἡ ὑδράργυρος) ὕλην διεσθίει Dsc.5.95, en v. pas. διεσθίεται γὰρ ὁ ἐγκέφαλος ὑπὸ τοῦ φλέγματος Hp.Morb.Sacr.11, διεσθίεται τὰ ἀγγεῖα ῥεύματι ξυνεχέϊ Aret.SA 2.2.8, abs. τοῦ πύου διαφαγόντος Hp.Mul.1.2, ὑπὸ ἰοῦ τινος διεσθίοντος D.Chr.77/78.45
•fig. c. suj. abstr. corroer, corromper τοῦ τὰ πάντα διεσθίοντος φθόνου D.L.5.77, (ἡ ἐπιθυμία) πᾶσαν αὐτήν (τὴν ψυχήν) Ph.2.349, (ἡ ἁμαρτία) ... τὸν ἄνθρωπον Gr.Nyss.Instit.50.16, tb. en v. med., Ph.2.541.
French (Bailly abrégé)
f. διέδομαι;
dévorer.
Étymologie: διά, ἐσθίω.
Russian (Dvoretsky)
διεσθίω: (fut. διέδομαι, aor. διέφᾰγον)
1) проедать, разъедать (τι Her., Arst., Plut.);
2) пожирать, уничтожать (ὁ τὰ πάντα διεσθίων φθόνος Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
διεσθίω: μέλλ. -έδομαι· ἀόρ. διέφᾰγον· -τρώγω ἐντελῶς, κατατρώγω, δ. τὴν μήτραν, ἐπὶ νεογνῶν ἐχίδνης, Ἡρόδ. 3. 109, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 34, 2. ΙΙ. καταναλίσκω, κατατρώγω, Διογ. Λ. 5. 76, Πλούτ. 2. 170C· μεταφ., τὴν ψυχὴν Φίλων 2. 541.
Greek Monolingual
διεσθίω (Α) εσθίω
1. τρώγω εντελώς, κατατρώγω
2. φθείρω, καταναλώνω.
Greek Monotonic
διεσθίω: μέλ. -έδομαι, αόρ. βʹ διέφᾰγον, κατατρώω· δ. τὴν μητέρα (βλ. μήτραν), για τα νεογνά της οχιάς, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
fut. -έδομαι aor2 διέφᾰγον
to eat through, δ. τὴν μήτραν, of young vipers, Hdt.
German (Pape)
(ἐσθίω), durchfressen; Ael. H.A. 15.16; Plut.; übertragen, φθόνος πάντα, verzehren, DL. 5.76; πρὶν ἂν διαφάγῃ Her. 3.109.