κρηνιάς: Difference between revisions
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος (Πονηρός ἐστ' ἄνθρωπος πᾶς τις † ἀχάριστος) → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κρηνιάς]], άδος, [fem. of [[κρηναῖος]], Aesch.]<br />[[spring]]-nymphs, Theocr.; so Κρᾱνίδες Mosch. | |mdlsjtxt=[[κρηνιάς]], άδος, [fem. of [[κρηναῖος]], Aesch.]<br />[[spring]]-nymphs, Theocr.; so Κρᾱνίδες Mosch. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=άδος, ἡ, besonderes fem. zu [[κρηναῖος]], <i>zur Quellegehörig</i>; αἱ Κρανιάδες, [[Quellnymphen]], Theocr. 1.22. – <i>Die [[Quelle]]</i>, Alcaeus 17 (VII.55). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:41, 24 November 2022
English (LSJ)
άδος, ἡ, pecul. fem. of κρηναῖος, Νύμφαι Κρηνιάδες A.Fr.168 (hex.).
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
1 de source, de fontaine (nymphe);
2 subst. ἡ κρηνιάς source, fontaine.
Étymologie: κρήνη.
Russian (Dvoretsky)
κρηνιάς: άδος (ᾰδ) ἡ ключ, источник Anth.
άδος adj. f живущий в источнике (Νύμφαι Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
κρηνιάς: -άδος, ἡ, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ κρηναῖος, Νύμφαι Κρηνιάδες Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 170· Δωρ. Κρᾱν- Θεόκρ. 1. 22· ὡσαύτως Κρᾱνίδες, Μόσχ. 3. 29.
Greek Monolingual
κρηνιάς, -άδος (Α)
βλ. κρηναίος.
Greek Monotonic
κρηνιάς: -άδος, ἡ, θηλ. του κρηναῖος, σε Αισχύλ.· Δωρ. Κρᾱνιάδες, οι Κρηνίδες Νύμφες, σε Θεόκρ.· ομοίως Κρᾱνίδες, σε Μόσχ.
Middle Liddell
κρηνιάς, άδος, [fem. of κρηναῖος, Aesch.]
spring-nymphs, Theocr.; so Κρᾱνίδες Mosch.
German (Pape)
άδος, ἡ, besonderes fem. zu κρηναῖος, zur Quellegehörig; αἱ Κρανιάδες, Quellnymphen, Theocr. 1.22. – Die Quelle, Alcaeus 17 (VII.55).