δίστολος: Difference between revisions

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<i>adj</i> [[στέλλω]]<br />in pairs, two [[together]], Soph.
|mdlsjtxt=<i>adj</i> [[στέλλω]]<br />in pairs, two [[together]], Soph.
}}
{{pape
|ptext=ἀδελφεαί, <i>das [[Schwesterpaar]]</i>, Soph. <i>O.C</i>. 1058, ch.; vgl. [[μονόστολος]].
}}
}}

Revision as of 16:45, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίστολος Medium diacritics: δίστολος Low diacritics: δίστολος Capitals: ΔΙΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: dístolos Transliteration B: distolos Transliteration C: distolos Beta Code: di/stolos

English (LSJ)

ον, in pairs, two together, or simply, two, ἀδελφαί S.OC1055 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον
que son una pareja, e.e. dos τὰς διστόλους ἀδμῆτας ἀδελφάς S.OC 1055.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui voyagent deux ensemble.
Étymologie: δίς, στέλλω.

Russian (Dvoretsky)

δίστολος: двоякий, парный: δίστολοι ἀδελφαί Soph. две или обе сестры.

Greek (Liddell-Scott)

δίστολος: -ον, ζευγαρωτός, ἀνὰ δύο ὁμοῦ, ἢ ἁπλῶς δύο, ἀδελφαὶ Σοφ. Ο. Κ. 1055 (ἔνθα ἴδε Elmsl.)· πρβλ. μονόστολος.

Greek Monolingual

δίστολος, -ον (Α)
φρ. «ἀδελφαὶ δίστολοι» — οι δύο αδελφές μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + -στολος < στόλος < στέλλω.

Greek Monotonic

δίστολος: -ον (στέλλω), ζευγαρωτός, αυτός που βρίσκεται ανά ζεύγη, ανά δύο, σε Σοφ.

Middle Liddell

adj στέλλω
in pairs, two together, Soph.

German (Pape)

ἀδελφεαί, das Schwesterpaar, Soph. O.C. 1058, ch.; vgl. μονόστολος.