λυπαλγής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (pape replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυπαλγής]], -ές (Μ)<br />αυτός που αισθάνεται πόνο, [[άλγος]] από [[λύπη]], [[θλιμμένος]], [[λυπημένος]] [[βαθιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύπη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αλγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄλγος]]), [[πρβλ]]. <i>γονυ</i>-<i>αλγής</i>, <i>οσφυ</i>-<i>αλγής</i>].
|mltxt=[[λυπαλγής]], -ές (Μ)<br />αυτός που αισθάνεται πόνο, [[άλγος]] από [[λύπη]], [[θλιμμένος]], [[λυπημένος]] [[βαθιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύπη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αλγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄλγος]]), [[πρβλ]]. [[γονυαλγής]], [[οσφυαλγής]]].
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], ές, <i>durch Leid [[betrübt]]</i> Paul.Sil. <i>Ecphr</i>. 474.
}}
}}

Latest revision as of 16:45, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

λῡπαλγής: -ές, ὁ ἐκ λύπης αἰσθανόμενος ἄλγος, τεθλιμμένος, Παύλ. Σ. Ἔκφρ. 474.

Greek Monolingual

λυπαλγής, -ές (Μ)
αυτός που αισθάνεται πόνο, άλγος από λύπη, θλιμμένος, λυπημένος βαθιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύπη + -αλγής (< ἄλγος), πρβλ. γονυαλγής, οσφυαλγής].

German (Pape)

[ῡ], ές, durch Leid betrübt Paul.Sil. Ecphr. 474.