λυπρότης: Difference between revisions
From LSJ
πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (pape replacement) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[λυπρότης]], ητος,<br />[[poverty]], of [[land]], Strab. | |mdlsjtxt=[[λυπρότης]], ητος,<br />[[poverty]], of [[land]], Strab. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ητος, ἡ, <i>die [[Armseligkeit]]</i>, bes. <i>die magere [[Beschaffenheit]] des Bodens</i>, Strab. oft. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:46, 24 November 2022
English (LSJ)
ητος, ἡ, wretchedness, poverty, of land, Str.2.5.32, al.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
maigreur du sol.
Étymologie: λυπρός.
Greek (Liddell-Scott)
λυπρότης: -ητος, ἡ, ἀθλιότης, τὸ ἄγονον τῆς γῆς, Στράβ. 130, κτλ.
Greek Monolingual
λυπρότης, -ητος, ἡ (Α) λυπρός
1. αθλιότητα, φτώχεια, πενιχρότητα
2. (για τη γη) αγονία, αφορία.
Greek Monotonic
λυπρότης: -ητος, ἡ, αθλιότητα, μη γονιμότητα, ακαρπία της γης, σε Στράβ.
Middle Liddell
λυπρότης, ητος,
poverty, of land, Strab.
German (Pape)
ητος, ἡ, die Armseligkeit, bes. die magere Beschaffenheit des Bodens, Strab. oft.