μαχιμώδης: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (pape replacement) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μᾰχῐμ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />[[warlike]], [[quarrelsome]], Anth. | |mdlsjtxt=μᾰχῐμ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />[[warlike]], [[quarrelsome]], Anth. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ες, <i>von kriegerischer Art, [[kriegerisch]]</i>, φωναί, Strat. 42 (XII.200). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:51, 24 November 2022
English (LSJ)
ες, quarrelsome, AP12.200 (Strat.).
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
de combat, belliqueux.
Étymologie: μάχιμος, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
μᾰχῐμώδης: (ᾰ) воинственный, задорный или сварливый (φωναί Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
μᾰχῐμώδης: -ες, (εἶδος) πολεμικός, φιλοπόλεμος, ἐριστικός, Ἀνθ. Π. 12. 200.
Greek Monolingual
μαχιμώδης, -ῶδες (Α) μάχιμος
πολεμικός, εριστικός, φιλοπόλεμος («μαχιμώδεις φωνάς», Στράτ.).
Greek Monotonic
μᾰχῐμώδης: -ες (εἶδος), φιλοπόλεμος, ευέξαπτος, σε Ανθ.
Middle Liddell
μᾰχῐμ-ώδης, ες εἶδος
warlike, quarrelsome, Anth.
German (Pape)
ες, von kriegerischer Art, kriegerisch, φωναί, Strat. 42 (XII.200).