νησοειδής: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (pape replacement) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=νησο-ειδής, ές [[εἶδος]]<br />like an [[island]], Strab. | |mdlsjtxt=νησο-ειδής, ές [[εἶδος]]<br />like an [[island]], Strab. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές, <i>[[inselartig]]</i>, Strab. 3.1.7. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:53, 24 November 2022
English (LSJ)
ές, like an island, Str.3.1.7.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui ressemble à une île.
Étymologie: νῆσος, εἶδος.
Greek (Liddell-Scott)
νησοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς νῆσον, Στράβ. 139.
Greek Monolingual
νησοειδής, -ές (Α) νήσος
αυτός που μοιάζει με νησί («τῷ δ' ὕψει μέγα καὶ ὄρθιον ὥστε πόρρωθεν νησοειδὲς φαίνεσθαι», Στράθ.).
Greek Monotonic
νησοειδής: -ές (εἶδος), αυτός που μοιάζει με νησί, σε Στράβ.
Middle Liddell
νησο-ειδής, ές εἶδος
like an island, Strab.
German (Pape)
ές, inselartig, Strab. 3.1.7.