λυχνάπτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυχνάπτης]], ὁ, θηλ. [[λυχνάπτρια]] (Α)<br />[[δαδούχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύχνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άπτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἅπτω]] «[[ανάβω]]»), [[πρβλ]]. [[κηριάπτης]], [[φανάπτης]]].
|mltxt=[[λυχνάπτης]], ὁ, θηλ. [[λυχνάπτρια]] (Α)<br />[[δαδούχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύχνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άπτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἅπτω]] «[[ανάβω]]»), [[πρβλ]]. [[κηριάπτης]], [[φανάπτης]]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>[[Lichtanzünder]]</i>, Hesych.
}}
}}

Revision as of 16:54, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυχνάπτης Medium diacritics: λυχνάπτης Low diacritics: λυχνάπτης Capitals: ΛΥΧΝΑΠΤΗΣ
Transliteration A: lychnáptēs Transliteration B: lychnaptēs Transliteration C: lychnaptis Beta Code: luxna/pths

English (LSJ)

ου, ὁ, gloss on δᾳδοῦχος, Hsch.: pl. misspelt λυχνάπτοι, POxy.1453.4, 8 (i B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

λυχνάπτης: -ου, ὁ, ὁ ἀνάπτων τοὺς λύχνους, Ἡσύχ.· θηλ. -άπτρια, ἡ ἐπὶ τῶν λύχνων τῆς Δήμητρος ἐν Ἐλευσῖνι, Συλλ. Ἐπιγρ. 481· ― λυχναψία, ἡ, «λυχνοκαυτίαν δὲ ἣν οἱ πολλοὶ λέγουσι, λυχναψίαν Κηφισόδωρος ἐν Ὑῒ» (4), Ἀθήν. 701Α· καὶ κατὰ τὸν Εὐστάθ. (1571, 22) «λέγει δὲ ὁ Ναυκρατίτης ῥήτωρ καὶ ὅτι λυχνοκαυτίαν ἔφη Κηφισόδωρος, ἣν οἱ πολλοὶ λυχναψίαν».

Greek Monolingual

λυχνάπτης, ὁ, θηλ. λυχνάπτρια (Α)
δαδούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + -άπτης (< ἅπτω «ανάβω»), πρβλ. κηριάπτης, φανάπτης].

German (Pape)

ὁ, Lichtanzünder, Hesych.