κυκνάριον: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κυκνάριον]], τὸ (Α)<br />[[είδος]] κολλυρίου ή αλοιφής για τη [[θεραπεία]] της φλόγωσης τών ματιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύκνος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άριον</i> ([[πρβλ]]. [[κυνάριον]], [[παιδάριον]]). Το [[φάρμακο]] ονομάστηκε [[έτσι]] πιθ. λόγω του χρώματός του]. | |mltxt=[[κυκνάριον]], τὸ (Α)<br />[[είδος]] κολλυρίου ή αλοιφής για τη [[θεραπεία]] της φλόγωσης τών ματιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύκνος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άριον</i> ([[πρβλ]]. [[κυνάριον]], [[παιδάριον]]). Το [[φάρμακο]] ονομάστηκε [[έτσι]] πιθ. λόγω του χρώματός του]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τό, dim. von [[κύκνος]], Galen. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:54, 24 November 2022
English (LSJ)
τό, Dim. of κύκνος III, Aët.7.8, Gal.14.765.
Greek (Liddell-Scott)
κυκνάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ κύκνος, Γαλην. 24. 765.
Greek Monolingual
κυκνάριον, τὸ (Α)
είδος κολλυρίου ή αλοιφής για τη θεραπεία της φλόγωσης τών ματιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. κυνάριον, παιδάριον). Το φάρμακο ονομάστηκε έτσι πιθ. λόγω του χρώματός του].
German (Pape)
τό, dim. von κύκνος, Galen.