λυκόχρους: Difference between revisions

From LSJ

ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (pape replacement)
 
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυκόχρους]], -ουν και -οος, -οον (Μ)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του τριχώματος του λύκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύκος]] <span style="color: red;">+</span> <i>χροῦς</i> «[[χρώμα]]» ([[πρβλ]]. [[κυανόχρους]], [[σιτόχρους]])].
|mltxt=[[λυκόχρους]], -ουν και -οος, -οον (Μ)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του τριχώματος του λύκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύκος]] <span style="color: red;">+</span> <i>χροῦς</i> «[[χρώμα]]» ([[πρβλ]]. [[κυανόχρους]], [[σιτόχρους]])].
}}
{{pape
|ptext=zusammengezogen aus [[λυκόχροος]].
}}
}}

Latest revision as of 16:54, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυκόχρους Medium diacritics: λυκόχρους Low diacritics: λυκόχρους Capitals: ΛΥΚΟΧΡΟΥΣ
Transliteration A: lykóchrous Transliteration B: lykochrous Transliteration C: lykochrous Beta Code: luko/xrous

English (LSJ)

-ουν, contr. for λυκόχροος.

Greek Monolingual

λυκόχρους, -ουν και -οος, -οον (Μ)
αυτός που έχει το χρώμα του τριχώματος του λύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + χροῦς «χρώμα» (πρβλ. κυανόχρους, σιτόχρους)].

German (Pape)

zusammengezogen aus λυκόχροος.