μετόπισθεν: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
m (Text replacement - " ," to ",") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[μετόπισθεν]] και [[μετόπισθε]])<br /><b>επίρρ.</b> (τοπικά) από [[πίσω]] («μή τις νῦν ἐνάρων ἐπιβαλλόμενος [[μετόπισθεν]] μιμνέτω», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(με άρθρ. πληθ. ως ουσ.) τα [[μετόπισθεν]]<br />α) το [[σύνολο]] τών δυνάμεων, υπηρεσιών και μέσων που βρίσκονται [[πίσω]] από τη [[γραμμή]] του μετώπου και εξασφαλίζουν από υλική, [[τεχνική]] και ιατρική [[άποψη]] τη [[διεξαγωγή]] του ένοπλου αγώνα<br />β) τα [[νώτα]] της στρατιωτικής διάταξης που υπάρχει στη [[ζώνη]] τών επιχειρήσεων<br />γ) (με ευρεία σημ.) όλο το [[έδαφος]] εμπόλεμης χώρας το οποίο βρίσκεται έξω από τη [[ζώνη]] επιχειρήσεων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (χρονικά) [[έπειτα]], [[κατόπιν]], στη [[συνέχεια]]<br /><b>2.</b> στη δεύτερη [[σειρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὄπισθεν]]. | |mltxt=(Α [[μετόπισθεν]] και [[μετόπισθε]])<br /><b>επίρρ.</b> (τοπικά) από [[πίσω]] («μή τις νῦν ἐνάρων ἐπιβαλλόμενος [[μετόπισθεν]] μιμνέτω», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(με άρθρ. πληθ. ως ουσ.) τα [[μετόπισθεν]]<br />α) το [[σύνολο]] τών δυνάμεων, υπηρεσιών και μέσων που βρίσκονται [[πίσω]] από τη [[γραμμή]] του μετώπου και εξασφαλίζουν από υλική, [[τεχνική]] και ιατρική [[άποψη]] τη [[διεξαγωγή]] του ένοπλου αγώνα<br />β) τα [[νώτα]] της στρατιωτικής διάταξης που υπάρχει στη [[ζώνη]] τών επιχειρήσεων<br />γ) (με ευρεία σημ.) όλο το [[έδαφος]] εμπόλεμης χώρας το οποίο βρίσκεται έξω από τη [[ζώνη]] επιχειρήσεων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (χρονικά) [[έπειτα]], [[κατόπιν]], στη [[συνέχεια]]<br /><b>2.</b> στη δεύτερη [[σειρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὄπισθεν]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[μετόπισθε]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:57, 24 November 2022
English (LSJ)
v. μετόπισθε.
French (Bailly abrégé)
ou μετόπισθε;
adv. et prép.
1 derrière, en arrière;
2 ensuite, plus tard.
Étymologie: μετά, ὄπισθεν.
English (Autenrieth)
behind, in the rear, toward the west, Od. 13.241; afterwards, Od. 11.382; w. gen., Od. 9.539.
Greek Monolingual
(Α μετόπισθεν και μετόπισθε)
επίρρ. (τοπικά) από πίσω («μή τις νῦν ἐνάρων ἐπιβαλλόμενος μετόπισθεν μιμνέτω», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
(με άρθρ. πληθ. ως ουσ.) τα μετόπισθεν
α) το σύνολο τών δυνάμεων, υπηρεσιών και μέσων που βρίσκονται πίσω από τη γραμμή του μετώπου και εξασφαλίζουν από υλική, τεχνική και ιατρική άποψη τη διεξαγωγή του ένοπλου αγώνα
β) τα νώτα της στρατιωτικής διάταξης που υπάρχει στη ζώνη τών επιχειρήσεων
γ) (με ευρεία σημ.) όλο το έδαφος εμπόλεμης χώρας το οποίο βρίσκεται έξω από τη ζώνη επιχειρήσεων
αρχ.
1. (χρονικά) έπειτα, κατόπιν, στη συνέχεια
2. στη δεύτερη σειρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ὄπισθεν.
German (Pape)
= μετόπισθε.