ἀκράτιστος: Difference between revisions

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀκρατίζομαι]], having breakfasted, Theocr.
|mdlsjtxt=[[ἀκρατίζομαι]], having breakfasted, Theocr.
}}
{{pape
|ptext=Theocr. 1.51 πρὶν ἢ ἀκράτιστον ἐπὶ ξηροῖσι καθίξῃ, bis er ihn zu einem, der auf dem Trockenen, d.i. gar nicht [[gefrühstückt]] hat, [[gemacht]]. Bergk conj. [[ἀκράστιστος]], was Lobeck <i>[[Paralip]]</i>. p. 539 verwirft.
}}
}}

Revision as of 16:58, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρᾱτιστος Medium diacritics: ἀκράτιστος Low diacritics: ακράτιστος Capitals: ΑΚΡΑΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: akrátistos Transliteration B: akratistos Transliteration C: akratistos Beta Code: a)kra/tistos

English (LSJ)

ον, Theoc.1.51 codd. πρὶν ἢ ἀκράτιστον ἐπὶ ξηροῖσι καθίξῃ having made a dry breakfast, i.e. none at all; vv.ll. ἀκρατισμόν (Sch.), ἀνάριστον dinnerless.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ᾱ-]
que desayuna πρὶν ἢ ἀκράτιστον ἐπὶ ξηροῖσι καθίξῃ hasta que no consiga que el niño se siente a desayunar pan seco Theoc.1.51.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
petit-déjeuner.
Étymologie: ἀκρατίζομαι.
Par. ἀκράτισμα, ἄριστον², δεῖπνον, δόρπον.

Russian (Dvoretsky)

ἀκράτιστος: (ᾱτ) позавтракавший: ἀ. ἐπὶ ξηροῖσι Theocr. позавтракавший всухую, т. е. оставшийся без завтрака.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκράτιστος: [κρᾱ], ον, εἶναι ἡ τῶν χειρογράφων γραφὴ ἐν Θεοκρ. 1. 51, πρὶν ἢ ἀκράτιστον ἐπὶ ξηροῖσι καθίξῃ, ἣν ὑπερασπίζει ὁ Ἕρμαννος, ὅστις ἑρμηνεύει ἀκράτιστον ἐπὶ ξηροῖσι = ἀφοῦ ἔλαβε ξηρὸν πρόγευμα (δηλ. οὐδὲν πρόγευμα). Ἂν ταύτην τὴν γραφὴν δεχθῶμεν, τὸ ἐπὶ ξηροῖσι πρέπει νὰ συναφθῇ πρὸς τὸ καθίξῃ καὶ νὰ ἑρμηνευθῇ = πρὶν καθίσῃ αὐτὸν ἐπὶ ξηροῦ ἐδάφους τ. ἔ. πρὶν καταστήσῃ αὐτὸν ἐνδεᾶ καὶ ἐστερημένον παντός: - οὕτω ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας: ἐπ’ οὔδεϊ φῶτα καθίσσαι, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 284· πρβλ. τὸ τοῦ Ὀβιδίου in siccâ destitui.

Greek Monotonic

ἀκράτιστος: [κρᾱ], -ον (ἀκρατίζομαι), αυτός που έχει προγευματίσει, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ἀκρατίζομαι, having breakfasted, Theocr.

German (Pape)

Theocr. 1.51 πρὶν ἢ ἀκράτιστον ἐπὶ ξηροῖσι καθίξῃ, bis er ihn zu einem, der auf dem Trockenen, d.i. gar nicht gefrühstückt hat, gemacht. Bergk conj. ἀκράστιστος, was Lobeck Paralip. p. 539 verwirft.