νουθετητής: Difference between revisions
From LSJ
ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[νουθετητής]]) [[νουθετώ]]<br />αυτός που νουθετεί, που συμβουλεύει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> [[παραινετικός]]. | |mltxt=ο (ΑΜ [[νουθετητής]]) [[νουθετώ]]<br />αυτός που νουθετεί, που συμβουλεύει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> [[παραινετικός]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>der ans Herz [[Legende]], [[Ermahnende]]</i>, Philo und Sp. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:00, 24 November 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, monitor, Ph.2.519: as adjective, ν. λόγος Id.1.171.
Greek (Liddell-Scott)
νουθετητής: -οῦ, ὁ νουθετῶν, ὁ συμβουλεύων, Φίλων 2. 519.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ νουθετητής) νουθετώ
αυτός που νουθετεί, που συμβουλεύει
αρχ.
ως επίθ. παραινετικός.
German (Pape)
ὁ, der ans Herz Legende, Ermahnende, Philo und Sp.