ἀντισήκωμα: Difference between revisions
From LSJ
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Μ [[ἀντισήκωμα]]) [[αντισηκώ]]<br />χρηματικό [[ποσό]] που καταβάλλει [[κάποιος]] για να εξαγοράσει κάποια [[υποχρέωση]] του (π.χ. τη στρατιωτική [[θητεία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[αντίσηκο]], το [[αντίβαρο]]. | |mltxt=το (Μ [[ἀντισήκωμα]]) [[αντισηκώ]]<br />χρηματικό [[ποσό]] που καταβάλλει [[κάποιος]] για να εξαγοράσει κάποια [[υποχρέωση]] του (π.χ. τη στρατιωτική [[θητεία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[αντίσηκο]], το [[αντίβαρο]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τό, <i>das [[Gleichgewicht]], [[Vergeltung]]</i>, Eust. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:00, 24 November 2022
English (LSJ)
ατος, τό, equipoise, compensation, PSI238.10 (vi/vii A. D.), Eust.546.24.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
compensación Eust.546.25
•c. gen. ψελλίων SB 1962 (IV/V d.C.), τῶν αὐτῶν νομισμάτων PSI 238.10 (VI/VII d.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντισήκωμα: -ατος, τό, ἀντιστάθμημα, Εὐστ. 546. 24.
Greek Monolingual
το (Μ ἀντισήκωμα) αντισηκώ
χρηματικό ποσό που καταβάλλει κάποιος για να εξαγοράσει κάποια υποχρέωση του (π.χ. τη στρατιωτική θητεία)
νεοελλ.
το αντίσηκο, το αντίβαρο.
German (Pape)
τό, das Gleichgewicht, Vergeltung, Eust.