χαλίκρητος: Difference between revisions
From LSJ
πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (pape replacement) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=χᾰλί-κρητος, ον, [poetic for [[ἄκρατος]]<br />[[unmixed]], Archil. | |mdlsjtxt=χᾰλί-κρητος, ον, [poetic for [[ἄκρατος]]<br />[[unmixed]], Archil. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ion. = [[χαλίκρατος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:01, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, poet. for ἄκρατος, unmixed, μέθυ Archil.78, A.R. 1.473; σπονδαί A.ap.Eust.1471.2 (v. Nauckad A.Fr.448); νᾶμα AP5.293.6 (Agath.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ion. c. χαλίκρατος.
Greek (Liddell-Scott)
χαλίκρητος: -ον, ποιητ. ἀντὶ ἄκρατος, ὁ μὴ κεκραμένος, μὴ μεμιγμένος ὕδατι, μέθυ Ἀρχίλ. 64· σπονδοὶ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 388· νᾶμα Ἀνθ. Παλατ. 5. 294, 6.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) (για οίνο) άκρατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλις «άκρατος οίνος» + -κρητος / -κρᾶτος (< θ. κρᾱ- του κεράννυμι «αναμιγνύω»), πρβλ. εὔ-κρατος].
Greek Monotonic
χᾰλίκρητος: -ον, ποιητ. αντί ἄκρατος, αυτός που δεν είναι αναμεμιγμένος με νερό, σε Αρχίλ.
Middle Liddell
χᾰλί-κρητος, ον, [poetic for ἄκρατος
unmixed, Archil.
German (Pape)
ion. = χαλίκρατος.