νυκτίπλανος: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νυκτί-πλᾰνος, ον,<br />[[roaming]] by [[night]], Luc.
|mdlsjtxt=νυκτί-πλᾰνος, ον,<br />[[roaming]] by [[night]], Luc.
}}
{{pape
|ptext== [[νυκτίπλαγκτος]], Luc. <i>Alex</i>. 54, νυκτιπλάνοις ὀάροις χαίρει.
}}
}}

Revision as of 17:03, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐπλᾰνος Medium diacritics: νυκτίπλανος Low diacritics: νυκτίπλανος Capitals: ΝΥΚΤΙΠΛΑΝΟΣ
Transliteration A: nyktíplanos Transliteration B: nyktiplanos Transliteration C: nyktiplanos Beta Code: nukti/planos

English (LSJ)

ον, roaming by night, Orac. ap. Luc.Alex.54.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. νυκτίπλαγκτος.
Étymologie: νύξ, πλανάω.

Russian (Dvoretsky)

νυκτίπλᾰνος: Luc. = νυκτίπλαγκτος.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτίπλᾰνος: -ον, ὁ κατὰ τὴν νύκτα πλανώμενος, Λουκ. Ἀλεξ. 54.

Greek Monolingual

νυκτίπλανος, -ον (Α)
αυτός που περιπλανάται τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) -πλάνος (< πλανῶμαι)].

Greek Monotonic

νυκτίπλᾰνος: -ον, αυτός που περιφέρεται τη νύχτα, σε Λουκ.

Middle Liddell

νυκτί-πλᾰνος, ον,
roaming by night, Luc.

German (Pape)

νυκτίπλαγκτος, Luc. Alex. 54, νυκτιπλάνοις ὀάροις χαίρει.