εὐφραντικός: Difference between revisions

From LSJ
mNo edit summary
m (pape replacement)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[εὐφραντικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ευφραίνει, που προκαλεί [[ευφροσύνη]], [[χαρά]], [[μεγάλη]] [[ευχαρίστηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ευφραντικό</i><br />[[καρύκευμα]], [[ήδυσμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) [[εύθυμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[εὐφραντικῶς]] (Α)<br />με [[ευφροσύνη]], με [[χαρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ευφραντός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ευφραίνω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ικός</i>].
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[εὐφραντικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ευφραίνει, που προκαλεί [[ευφροσύνη]], [[χαρά]], [[μεγάλη]] [[ευχαρίστηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ευφραντικό</i><br />[[καρύκευμα]], [[ήδυσμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) [[εύθυμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[εὐφραντικῶς]] (Α)<br />με [[ευφροσύνη]], με [[χαρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ευφραντός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ευφραίνω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ικός</i>].
}}
{{pape
|ptext=ή, όν, <i>[[erheiternd]], [[erfreuend]]</i>; [[οὐδέν]] ἐστιν ὀφθαλμῶν [[οὕτως]] εὐφραντικὸν ὡς γυναικὸς [[κάλλος]] Ath. XIII.608a; Sp.
}}
}}

Revision as of 17:04, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐφραντικός Medium diacritics: εὐφραντικός Low diacritics: ευφραντικός Capitals: ΕΥΦΡΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: euphrantikós Transliteration B: euphrantikos Transliteration C: effrantikos Beta Code: eu)frantiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A cheering, ὀφθαλμῶν Ath.13.608a. 2 of persons, cheery, Vett. Val. 9.3, al.: Comp. εὐφραντικώτερος = more cheered by good fortune, Cat.Cod.Astr. 8(4).238.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ εὐφραντικός, -ή, -όν)
αυτός που ευφραίνει, που προκαλεί ευφροσύνη, χαρά, μεγάλη ευχαρίστηση
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ευφραντικό
καρύκευμα, ήδυσμα
αρχ.
(για πρόσ.) εύθυμος.
επίρρ...
εὐφραντικῶς (Α)
με ευφροσύνη, με χαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευφραντός (< ευφραίνω) + -ικός].

German (Pape)

ή, όν, erheiternd, erfreuend; οὐδέν ἐστιν ὀφθαλμῶν οὕτως εὐφραντικὸν ὡς γυναικὸς κάλλος Ath. XIII.608a; Sp.