τραχηλιαῖος: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=τρᾰχηλιαῖος, η, ον<br />of, on, or from the [[neck]], Strab. | |mdlsjtxt=τρᾰχηλιαῖος, η, ον<br />of, on, or from the [[neck]], Strab. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>vom, am [[Halse]], ihn [[betreffend]]</i>, Sp.; die Form [[τραχηλιμαῖος]] bei Strab. ist [[zweifelhaft]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:04, 24 November 2022
English (LSJ)
α, ον, of, on, or from the neck, Hippiatr.92, Hsch. s.v. κόλλαπες, Eust.1915.13; perhaps to be restored for τραχηλιμαῖος in Str.2.5.27, 16.4.11.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰχηλιαῖος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν τράχηλον, ὁ τοῦ τραχήλου, τὸ μέρος τοῦ τραχήλου, «κόλλοψ τὸ τραχηλιαῖον τοῦ ταύρου σὺν τῇ ὑπὸ τὴν φορίνην, ἤγουν ὑπὸ τὸ δέρμα πιμελῇ» Εὐστ. 1915. 13· τὸ τραχηλιαῖον τοῦ βοὸς Ἡσύχ. ἐν λ. κόλλαπες· πιθ. διορθωτέον οὕτως ἀντὶ τραχηλιμαῖος παρὰ Στράβ. 127, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 558.
Greek Monolingual
-α, -ο / τραχηλιαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τράχηλο ή αυτός που βρίσκεται γύρω από τον τράχηλο, τραχηλικός
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ τραχηλιαῖον
το μέρος γύρω από τον τράχηλο («τὸ τραχηλιαῖον τοῦ βοός», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. νεφρ-ιαίος)].
Greek Monotonic
τρᾰχηλιαῖος: -α, -ον, αυτός που ανήκει στον τράχηλο, που βρίσκεται στον τράχηλο, μέρος του τραχήλου, σε Στράβ.
Middle Liddell
τρᾰχηλιαῖος, η, ον
of, on, or from the neck, Strab.
German (Pape)
vom, am Halse, ihn betreffend, Sp.; die Form τραχηλιμαῖος bei Strab. ist zweifelhaft.