καταστομίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταστομίζω]] (Α)<br />[[αναγκάζω]] κάποιον να σωπάσει, του [[κλείνω]] το [[στόμα]], [[αποστομώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομίζω</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), [[πρβλ]]. [[ενστομίζω]], [[επιστομίζω]]].
|mltxt=[[καταστομίζω]] (Α)<br />[[αναγκάζω]] κάποιον να σωπάσει, του [[κλείνω]] το [[στόμα]], [[αποστομώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομίζω</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), [[πρβλ]]. [[ενστομίζω]], [[επιστομίζω]]].
}}
{{pape
|ptext== [[ἐπιστομίζω]], <i>zum [[Schweigen]] [[bringen]]</i>, τοὺς βοῶντας Plut. <i>Aristid</i>. 4.
}}
}}

Revision as of 17:04, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστομίζω Medium diacritics: καταστομίζω Low diacritics: καταστομίζω Capitals: ΚΑΤΑΣΤΟΜΙΖΩ
Transliteration A: katastomízō Transliteration B: katastomizō Transliteration C: katastomizo Beta Code: katastomi/zw

English (LSJ)

v.l. for ἐπι-, put to silence, Plu.Arist.4.

French (Bailly abrégé)

fermer la bouche à, faire taire, acc..
Étymologie: κατά, στόμα.

Russian (Dvoretsky)

καταστομίζω: заставлять умолкнуть (τοὺς βοῶντας Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

καταστομίζω: ἐπιστομίζω, κλείω τινὸς τὸ στόμα καὶ δὲν τὸν ἀφίνω νὰ ὁμιλήσῃ, τοὺς βοῶντας κατεστόμισεν Πλουτ. Ἄρατ. 4.

Greek Monolingual

καταστομίζω (Α)
αναγκάζω κάποιον να σωπάσει, του κλείνω το στόμα, αποστομώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -στομίζω (< στόμα), πρβλ. ενστομίζω, επιστομίζω].

German (Pape)

ἐπιστομίζω, zum Schweigen bringen, τοὺς βοῶντας Plut. Aristid. 4.