νυκτίσεμνος: Difference between revisions

From LSJ

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=solemnised by [[night]], Aesch.
|mdlsjtxt=solemnised by [[night]], Aesch.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[nächtlich]] [[verehrt]]</i>, δεῖπνα, <i>bei nächtlicher [[Feier]]</i>, Aesch. <i>Eum</i>. 108.
}}
}}

Revision as of 17:05, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐσεμνος Medium diacritics: νυκτίσεμνος Low diacritics: νυκτίσεμνος Capitals: ΝΥΚΤΙΣΕΜΝΟΣ
Transliteration A: nyktísemnos Transliteration B: nyktisemnos Transliteration C: nyktisemnos Beta Code: nukti/semnos

English (LSJ)

ον, solemnized by night, δεῖπνα A.Eu.108.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à qui l'on rend un culte nocturne.
Étymologie: νύξ, σεμνός.

Russian (Dvoretsky)

νυκτίσεμνος: (ῐ) культ. справляемый ночью (δεῖπνα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

νυκτίσεμνος: ὁ ἐν νυκτὶ σεμνῶς γινόμενος, δεῖπνα Αἰσχύλ. Εὐμ. 108.

Greek Monolingual

νυκτίσεμνος, -ον (Α)
αυτός που γίνεται με σεμνότητα τη νύχτα («τὰ νυκτίσεμνα δεῖπνα ἐπ' ἐσχάρᾳ πυρὸς ἔθυον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + σεμνός.

Greek Monotonic

νυκτίσεμνος: -ον, αυτός που εορτάζεται με σεμνό τρόπο τη νύχτα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

solemnised by night, Aesch.

German (Pape)

nächtlich verehrt, δεῖπνα, bei nächtlicher Feier, Aesch. Eum. 108.