ὑστεροβουλία: Difference between revisions

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
m (Text replacement - "LXX<span" to "LXX <span")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ὑστεροβουλία]], ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σκέψη]] ή [[ενέργεια]] που κρύβει [[ιδιοτέλεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκέψη]] που γίνεται [[μετά]] την [[εκτέλεση]] μιας πράξης<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὑστεροβουλία]]<br />[[μετάνοια]], [[μετάμελος]], ἡ ἐσχάτη [[βουλή]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕστερος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βουλία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>βουλος</i> <span style="color: red;"><</span> [[βουλή]]), <b>πρβλ.</b> <i>κακο</i>-<i>βουλία</i>].
|mltxt=η / [[ὑστεροβουλία]], ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σκέψη]] ή [[ενέργεια]] που κρύβει [[ιδιοτέλεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκέψη]] που γίνεται [[μετά]] την [[εκτέλεση]] μιας πράξης<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὑστεροβουλία]]<br />[[μετάνοια]], [[μετάμελος]], ἡ ἐσχάτη [[βουλή]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕστερος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βουλία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>βουλος</i> <span style="color: red;"><</span> [[βουλή]]), <b>πρβλ.</b> <i>κακο</i>-<i>βουλία</i>].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>[[Beratschlagung]] nach der Tat</i>, Sp., wie <i>[[LXX]]</i>.
}}
}}

Revision as of 17:08, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑστεροβουλία Medium diacritics: ὑστεροβουλία Low diacritics: υστεροβουλία Capitals: ΥΣΤΕΡΟΒΟΥΛΙΑ
Transliteration A: hysteroboulía Transliteration B: hysteroboulia Transliteration C: ysterovoulia Beta Code: u(sterobouli/a

English (LSJ)

ἡ, deliberation after the fact, LXX Pr.24.71 (31.3).

Greek (Liddell-Scott)

ὑστεροβουλία: ἡ, ἡ μετὰ τὴν πρᾶξιν σκέψις, Ἑβδ. (Παροιμ. ΛΑ΄. 3), Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ, 861Β, Βασίλ. Μέγ. τ. 1, σ. 110C, κλπ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑστεροβουλία· μετάνοια, μετάμελος, ἡ ἐσχάτη βουλή».

Greek Monolingual

η / ὑστεροβουλία, ΝΑ
νεοελλ.
σκέψη ή ενέργεια που κρύβει ιδιοτέλεια
αρχ.
1. σκέψη που γίνεται μετά την εκτέλεση μιας πράξης
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑστεροβουλία
μετάνοια, μετάμελος, ἡ ἐσχάτη βουλή».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + -βουλία (< -βουλος < βουλή), πρβλ. κακο-βουλία].

German (Pape)

ἡ, Beratschlagung nach der Tat, Sp., wie LXX.