τριβωνεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[τρίβων]]<br />[[είμαι]] [[πανούργος]], [[μεταχειρίζομαι]] πανουργίες και τεχνάσματα ή [[χρονοτριβώ]], [[αναβάλλω]].
|mltxt=Α [[τρίβων]]<br />[[είμαι]] [[πανούργος]], [[μεταχειρίζομαι]] πανουργίες και τεχνάσματα ή [[χρονοτριβώ]], [[αναβάλλω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>abgefeimte [[Streiche]], Spitzbübereien [[treiben]], od. [[zaudern]], [[aufschieben]]</i>, Antiphob. Harp. und <i>EM</i>.
}}
}}

Revision as of 17:08, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐβωνεύομαι Medium diacritics: τριβωνεύομαι Low diacritics: τριβωνεύομαι Capitals: ΤΡΙΒΩΝΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: tribōneúomai Transliteration B: tribōneuomai Transliteration C: trivoneyomai Beta Code: tribwneu/omai

English (LSJ)

practise roguery, or put off, delay, Antipho Fr.33.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐβωνεύομαι: ἀποθετ., «τριβωνευόμενοι: Ἀντιφῶν ἐν τῷ περὶ Λινδίων φόρου· ἤτοι ἀντὶ τοῦ τριβὰς ἐμποιοῦντες, ἢ ἀντὶ τοῦ τεχνάζοντες, ἀπὸ τοῦ τρίβωνες εἶναι πραγμάτων» Ἁρποκρ., πρβλ. Φώτ. καὶ Σουΐδ.

Greek Monolingual

Α τρίβων
είμαι πανούργος, μεταχειρίζομαι πανουργίες και τεχνάσματα ή χρονοτριβώ, αναβάλλω.

German (Pape)

abgefeimte Streiche, Spitzbübereien treiben, od. zaudern, aufschieben, Antiphob. Harp. und EM.