κατασταλτικός: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κατασταλτικός]], -ή, -όν) [[καταστέλλω]]<br />αυτός που έχει τη [[δύναμη]], την [[ικανότητα]] ή την [[εξουσία]] να καταστέλλει (α. «κατασταλτικά [[μέτρα]]» β. «κατασταλτική [[πολιτική]]» γ. «[[κατασταλτικός]] [[νόμος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατευναστικός]], [[καταπραϋντικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ήσυχος]], [[ατάραχος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατασταλτικά</i> και -<i>ώς</i><br />με κατασταλτικό τρόπο.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κατασταλτικός]], -ή, -όν) [[καταστέλλω]]<br />αυτός που έχει τη [[δύναμη]], την [[ικανότητα]] ή την [[εξουσία]] να καταστέλλει (α. «κατασταλτικά [[μέτρα]]» β. «κατασταλτική [[πολιτική]]» γ. «[[κατασταλτικός]] [[νόμος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατευναστικός]], [[καταπραϋντικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ήσυχος]], [[ατάραχος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατασταλτικά</i> και -<i>ώς</i><br />με κατασταλτικό τρόπο.
}}
{{pape
|ptext=ή, όν, <i>[[geeignet]] [[zurückzuhalten]], zu [[hemmen]], [[hemmend]]</i>, φάρμακα, Medic., wie [[μέλη]] κ. den διεγερτικὰ τῆς ψυχῆς entggstzt sind, S.Emp. <i>adv.mus</i>. 19.
}}
}}

Revision as of 17:11, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασταλτικός Medium diacritics: κατασταλτικός Low diacritics: κατασταλτικός Capitals: ΚΑΤΑΣΤΑΛΤΙΚΟΣ
Transliteration A: katastaltikós Transliteration B: katastaltikos Transliteration C: katastaltikos Beta Code: katastaltiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A fitted for checking, opp. ἐγερτικός, c. gen., S.E.M.6.19; ὑπερσαρκωμάτων Dsc.2.4, cf. Antyll. ap. Orib.6.23.2; κ. φάρμακα Gal.14.763. II sedate, τὸ θηλύτερον -σταλτικώτερον Ptol. Tetr.172. III -κή, ἡ, the plant βατράχιον, Apul.Herb.8.

Russian (Dvoretsky)

κατασταλτικός: успокаивающий, успокоительный (τὰ μέλη κατασταλτικὰ τῆς ψυχῆς Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

κατασταλτικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος εἰς καταστολήν, περιορισμὸν ἢ ἀναχαίτισιν, ἀντίθετον τῷ ἐγερτικός, μετὰ γεν., μέλη κατ. ἢ ἐγερτικὰ τῆς ψυχῆς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 19· κ. φάρμακα, ἅπερ καὶ ἀνασταλκτικὰ καὶ σταλτικὰ λέγονται Γαλην., Φώτ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κατασταλτικός, -ή, -όν) καταστέλλω
αυτός που έχει τη δύναμη, την ικανότητα ή την εξουσία να καταστέλλει (α. «κατασταλτικά μέτρα» β. «κατασταλτική πολιτική» γ. «κατασταλτικός νόμος»)
νεοελλ.
κατευναστικός, καταπραϋντικός
αρχ.
ήσυχος, ατάραχος.
επίρρ...
κατασταλτικά και -ώς
με κατασταλτικό τρόπο.

German (Pape)

ή, όν, geeignet zurückzuhalten, zu hemmen, hemmend, φάρμακα, Medic., wie μέλη κ. den διεγερτικὰ τῆς ψυχῆς entggstzt sind, S.Emp. adv.mus. 19.