νευρόσπασμα: Difference between revisions
From LSJ
πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "VLL</i>" to "Vetera Lexica</i>") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=τό, = νευρόσπαστον, in <i> | |ptext=τό, = νευρόσπαστον, in <i>Vetera Lexica</i> Erkl. von θαύματα, vgl. Ruhnk. zu Tim. p. 140. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 24 November 2022
English (LSJ)
ατος, τό, = νευρόσπαστον, in plural, EM454.17, Phot. s.v. θραύματα.
Greek (Liddell-Scott)
νευρόσπασμα: τό, = νευρόσπαστον, Ἐτυμολ. Μέγ. 454. 17, Φώτ.
Greek Monolingual
το (ΑΜ νευρόσπασμα)
αυτό που κινείται με χορδές, το νευρόσπαστο
νεοελλ.
1. άνθρωπος χωρίς ισχυρή βούληση, που ενεργεί με υποκίνηση άλλου και όχι αυτοβούλως
2. πολύ ανήσυχος και νευρικός άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + σπάσμα (< σπῶ), πρβλ. από-σπασμα].
German (Pape)
τό, = νευρόσπαστον, in Vetera Lexica Erkl. von θαύματα, vgl. Ruhnk. zu Tim. p. 140.