βομβυλιός: Difference between revisions
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''βομβῠλιός:''' или [[βομβύλιος]] ὁ<br /><b class="num">1 | |elrutext='''βομβῠλιός:''' или [[βομβύλιος]] ὁ<br /><b class="num">1</b> [[жужжащее насекомое]] (шмель, оса, пчела и т. п.) Arph., Arst.;<br /><b class="num">2</b> [[личинка шелкопряда]] Arst.;<br /><b class="num">3</b> [[узкогорлый сосуд]] (из которого жидкость льется с бульканьем) Luc. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 13:50, 25 November 2022
English (LSJ)
or βομβύλιος, ὁ, A buzzing insect: humble-bee, Ar.V.107, Isoc.10.12, Arist.HA623b12, 629a29; gnat, mosquito, Hsch. 2 cocoon of the silk-worm (v.l. βομβυλίς), Arist.HA551b12. II narrow-necked vessel that gurgles in pouring, Hp.Morb.3.16, IG11(2).154A68 (Delos, iii B. C.), Socr. ap. Ath. 11.784d, Luc.Lex.7. (On the accent v. Hdn. Gr.1.116, al.)
Spanish (DGE)
(βομβῠλιός) -οῦ, ὁ
• Alolema(s): βομβύλιος Arist.HA 623b12, 629a29, Poll.10.68; βομβύλιον, -ου, τό Hp.Morb.3.16, Hp. en Gal.19.89, Clem.Al.Paed.2.10.107
I zool.
1 entom. gener. insecto que emite un zumbido esp. abejorro ὥσπερ μέλιττ' ἢ β. Ar.V.107, cf. Isoc.10.12, Arist.ll.cc., Sch.A.R.2.569, Phot.β 206
•moscardón μέλισσα μεγάλη ἢ μυῖα Hsch., como tít. de una comedia de Antífanes, Ath.125f, 161e, pero cf. Βομβυκιός.
2 entom. crisálida del gusano de seda Arist.HA 551b12 (cód., pero cf. βομβυλίς), Clem.Al.l.c.
3 ict., un tipo de cefalópodo Gal.l.c. s.u. βολβιτία.
II recipiente de cuello estrecho que borbotea al verter el líquido, Hp.ll.cc., Antisth.64, IG 11(2).154A.68 (Delos III a.C.), Sch.A.R.2.569, Luc.Lex.7, Poll.6.98, 10.68, Hsch.β 802, cf. βομβύλη
•recipiente para aceite, aceitera Phot.β 206.
German (Pape)
[Seite 453] ὁ, 1) ein summendes Insekt, Hummel, Ar. Vesp. 107; Arist. H. A. 9, 40; sprichw. βομβυλιοὺς ἐπαινεῖν Isocr. 10, 12. – 2) = βομβύλη 2), Ath. XI, 784 c; B. A. 220; Luc. Lex. 7.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
tout insecte bourdonnant (abeille, bourdon, mouche, etc.).
Étymologie: βόμβος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βομβυλιός en βομβύλιος -ου, ὁ βόμβος
1. zoemend insect hommel.
2. vaas met smalle hals. Hp.
Russian (Dvoretsky)
βομβῠλιός: или βομβύλιος ὁ
1 жужжащее насекомое (шмель, оса, пчела и т. п.) Arph., Arst.;
2 личинка шелкопряда Arst.;
3 узкогорлый сосуд (из которого жидкость льется с бульканьем) Luc.
Middle Liddell
[from βόμβος
an insect that hums or buzzes, a bumble-bee, Ar.
Greek Monolingual
ο (AM βομβυλιός και βομβύλιος)
γένος Δίπτερων Εντόμων της οικογένειας Bombyliidae
αρχ.
1. ο βόμβυξ, η χρυσαλλίδα του μεταξοσκώληκα
2. στενόλαιμο αγγείο από το οποίο το υγρό βγαίνει με χαρακτηριστικό ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βομβυλιός με τη σημ. «αγριομέλισσα» καθώς και με την αρχ. σημ. 2 σχηματίστηκε με βάση τη λ. βόμβος και επίθημα -υλ, -ενώ με την αρχ. σημ. 1 < βόμβυξ (Ι)].
Greek Monotonic
βομβῠλιός: ή -ύλιος, ὁ, έντομο που βουΐζει και ζουζουνίζει, μεγαλόσωμη αγριομέλισσα, μπούμπουρας, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
βομβῠλιός: ἢ -ύλιος, ὁ, ἔντομον βομβοῦν, μέλισσα, Ἀριστοφ. Σφηξ. 107, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 40, 2 καὶ 43, 1· κώνωψ, Ἡσύχ. 2) τὸ ἔμβρυον ἢ ἡ χρυσαλλὶς τοῦ μεταξοσκώληκος (διάφ. γραφ. βομβυλίς) Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 19, 10· ἴδε Schneid. τόμ. 3. σ. 372. ΙΙ. ἀγγεῖον στενόλαιμον, τὸ ὁποῖον παράγει ἦχον κατὰ τὴν ἔκχυσιν τοῦ ἐν αὐτῷ ὕδατος, Ἱππ. 494. 55, ἴδε Ἀθήν. 784C, Α. Β. 220. (Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἐτυμ. Μ. 380).