κυαμευτός: Difference between revisions
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κυᾰμευτός:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''κυᾰμευτός:'''<br /><b class="num">1</b> [[избранный с помощью бобов]] ([[κυβερνήτης]] Xen.);<br /><b class="num">2</b> [[осуществляемый посредством бобов]] ([[ψηφοφορία]] Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 14:45, 25 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, chosen by beans, i.e. by lot, X.Mem.1.2.9, etc.; κ. ψηφοφορίαι voting by beans, Plu.2.12e.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
désigné ou décidé par le sort au moyen de fèves.
Étymologie: κυαμεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυαμευτός -ή -όν [κυαμεύω: met bonen loten] door het lot aangewezen.
Russian (Dvoretsky)
κυᾰμευτός:
1 избранный с помощью бобов (κυβερνήτης Xen.);
2 осуществляемый посредством бобов (ψηφοφορία Plut.).
Greek Monolingual
κυαμευτός, -η, -όν (Α) κυαμεύω
1. (για άρχοντα) αυτός που εκλέγεται με ψήφο, με ψηφοφορία («λέγων ὡς μῶρον εἴη τοὺς μὲν τῆς πόλεως ἄρχοντας ἀπὸ κυάμου καθιστάναι, κυβερνήτη δὲ μηδένα ἐθέλειν χρῆσθαι κυαμευτῷ», Ξεν.)
2. (για ψηφοφορία) αυτή που γίνεται με κυάμους, με κουκιά («κυαμευταὶ γὰρ ἦσαν ἔμπροσθεν αἱ ψηφοφορίαι, δι' ὧνπερ ἐπετίθεσαν τὰς ἀρχάς», Πλούτ.).
Greek Monotonic
κυᾰμευτός: -ή, -όν, διαλεγμένος από σπόρους, δηλ. με κλήρο, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
κυᾰμευτός: -ή, -όν, ἐκλεχθεὶς ἢ ἐκλεγόμενος διὰ κυάμου, δηλ. διὰ κλήρου, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 9, κτλ· κ. ψηφοφορία, ψηφοφορία διὰ κυάμων, Πλούτ. 2. 12Ε.
Middle Liddell
κυᾰμευτός, ή, όν
chosen by beans, i. e. by lot, Xen.
German (Pape)
durch Bohnen erwählt, Xen. Mem. 1.2.9; Plut. ed.lib. 17 ψηφοφορία, Abstimmung mit Bohnen.