μαργάω: Difference between revisions
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μαργάω:''' (только part. praes.)<br /><b class="num">1 | |elrutext='''μαργάω:''' (только part. praes.)<br /><b class="num">1</b> [[неистовствовать]], [[быть в ярости]]: μαργῶσαι φρένας (αἱ ἵπποι) Eur. обезумевшие кони;<br /><b class="num">2</b> [[страстно желать]] (μαργῶντες ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν [[ἱέναι]] [[δόρυ]] Eur.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:55, 25 November 2022
English (LSJ)
(μάργος) only in part. μαργῶν raging, especially in battle, A. Th.380; οἱ μαργῶντες S.Fr.842; φόνου μαργῶντος E.HF1005; μαργῶσαν χέρα Id.Hec.1128; [ἵπποι] μαργῶσαι φρένας Id.Hipp.1230, cf. Call.Fr.98a; μαργῶσα γνάθος ravenous jaw, A.Fr.258: c. inf., μ. ἱέναι δόρυ madly eager to... E.Ph.1247.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés.
être hors de soi, être en démence, en fureur.
Étymologie: μάργος.
Russian (Dvoretsky)
μαργάω: (только part. praes.)
1 неистовствовать, быть в ярости: μαργῶσαι φρένας (αἱ ἵπποι) Eur. обезумевшие кони;
2 страстно желать (μαργῶντες ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν ἱέναι δόρυ Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
μαργάω: (μάργος) ὡς τὸ μαργαίνω, ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ. μαργῶν, μαινόμενος, ἰδίως ἐν μάχῃ, Αἰσχύλ. Θήβ. 380 οἱ μαργῶντες Σοφ. Ἀποσπ. 722· φόνου μαργῶντος Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 1005· μαργῶσαν χέρα ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 1128· [ἵπποι] μαργῶσαι τὴν φρένα ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1230· μαργῶσα γνάθος, ὀδόντες λαίμαργοι, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 251· μετ’ ἀπαρ., μαργῶντ’ ἐπ’ ἀλλήλοισι ἱέναι δόρυ, ἐμμανῶς πρόθυμοι νά..., Εὐρ. Φοίν. 1247. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μαργᾷ, μαργαίνει, ὑβρίζει, ἐνθουσιᾷ, μαίνεται».
Greek Monotonic
μαργάω: (μάργος), χρησιμ. μόνο στη μτχ. μαργῶν, μαινόμενος, οργισμένος, σε Αισχύλ.· με απαρ., μαργῶν ἱέναι, είναι έτοιμος να τρελαθεί, σε Ευρ.
Middle Liddell
μαργάω, μάργος
raging, Aesch.; c. inf., μαργῶν ἱέναι madly eager to go, Eur. only used in part. μαργῶν\]
German (Pape)
wie μαργαίνω, rasend sein, unsinnig wüten, von heftiger Kampfeswut, Aesch. Spt. 362; ἀλλ' ἔσχε μαργῶντ' αὐτόν Eur. Phoen. 1156, ὅς νιν φόνου μαργῶντος ἔσχε, Herc.Fur. 1005; auch μαργῶσαν χέρα, Hec. 1128; gierig sein, μαργῶσα γνάθος, Aesch. frg. 237.