οἰκετικός: Difference between revisions
τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''οἰκετικός:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''οἰκετικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[подобающий слугам]], [[поручаемый прислуге]] (διαόνίαι Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[домохозяйственный]] (ὀνόματα Plat.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:15, 25 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, A of or for the menials or household, Pl.Sph.226b, Arist.Pol.1261b36; τὸ οἰ. the servants or slaves collectively, Plu. Sull.9; οἰ. ἐπιφάνεια Myro 2 J.; οἰ. σώματα IG12(5).653.25 (Syros), PGrenf.1.21.6 (ii B. C.); οἰκία οἰ. PSI9.1040.23 (iii A. D.); οἰ. διάθεσις LXX 3 Ma.2.28. 2 δέλφαξ οἰ. home-bred, Philox.2.28.
German (Pape)
[Seite 299] den οἰκέτης betreffend, dem Diener, Sklaven gehörig; ὀνόματα, Plat. Soph. 226 b; διακονίαι, Arist. pol. 2, 3; τὸ οἰκετικόν, die Dienerschaft, Plut. Sull. 9; D. Sic. exc. 36, 1 g. E.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne le service ou les serviteurs ; τὸ οἰκετικόν PLUT les gens, les domestiques.
Étymologie: οἰκέτης.
Russian (Dvoretsky)
οἰκετικός:
1 подобающий слугам, поручаемый прислуге (διαόνίαι Arst.);
2 домохозяйственный (ὀνόματα Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰκετικός: -ή, -όν, (οἰκέτης) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τοὺς οἰκέτας ἢ εἰς τοὺς ἐν τῇ οἰκίᾳ οἰκοῦντας, Πλάτ. Σοφ. 226Β, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 3, 4· τὸ οἰκετικόν, οἱ δοῦλοι ἢ ὑπηρέται περιληπτικῶς, Πλουτ. Σύλλ. 9· οὕτως, οἰκ. σώματα Συλλ. Ἐπιγρ. 2347c. 25. 2) οἰκ. δέλφαξ, ἐν τῷ οἴκῳ τραφείς, Φιλόξ. 2. 27.
Greek Monolingual
οἰκετικός, -ή, -όν (ΑΜ) οικέτης
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον οικέτη ή στα μέλη της οικογένειας («τὰς οἰκετικὰς χρείας ἐκτελεῖν», Ιώσ.)
2. αυτός που ανατράφηκε στο σπίτι, οικόσιτος, σπιτικός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ οἰκετικόν
(με περιλπτ. σημ.) το σύνολο τών οικετών, τών δούλων («ἐκάλει ἐπ' ἐλευθερίᾳ τὸ οἰκετικόν», Πλούτ.).
Greek Monotonic
οἰκετικός: -ή, -όν (οἰκέτης), αυτός που αρμόζει ή προορίζεται για τους οικιακούς δούλους ή τα μέλη της οικογενείας, σε Πλάτ., Αριστ.
Middle Liddell
οἰκετικός, ή, όν οἰκέτης
of or for the menials or household, Plat., Arist.