συκοφάντημα: Difference between revisions

From LSJ

Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σῡκοφάντημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[ложный донос]], [[клевета]] Aeschin., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[мошенничество]], [[передержка]], [[плутовство]], [[нечестный прием]] (τὸ σοφιστικὸν σ. Arst.).
|elrutext='''σῡκοφάντημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[ложный донос]], [[клевета]] Aeschin., Plut.;<br /><b class="num">2</b> [[мошенничество]], [[передержка]], [[плутовство]], [[нечестный прием]] (τὸ σοφιστικὸν σ. Arst.).
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 16:05, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκοφάντημα Medium diacritics: συκοφάντημα Low diacritics: συκοφάντημα Capitals: ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΜΑ
Transliteration A: sykophántēma Transliteration B: sykophantēma Transliteration C: sykofantima Beta Code: sukofa/nthma

English (LSJ)

ατος, τό, A vexatious prosecution or accusation, Aeschin.2.39, OGI669.40 (Egypt, i A.D., pl.), J.AJ16.10.8, Plu.Per.37, CPR232.14 (ii/iii A.D.). II quibble, Arist.SE174b9.

German (Pape)

[Seite 973] τό, ein Sykophantenstreich, eine falsche Anklage; Aesch. 2, 39; Plut. Pericl. 33.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
calomnie.
Étymologie: συκοφαντέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συκοφάντημα -ατος, τό [συκοφαντέω] valse aanklacht, laster.

Russian (Dvoretsky)

σῡκοφάντημα: ατος τό
1 ложный донос, клевета Aeschin., Plut.;
2 мошенничество, передержка, плутовство, нечестный прием (τὸ σοφιστικὸν σ. Arst.).

Greek Monolingual

τὸ ΜΑ συκοφαντῶ
επινόημα, τέχνασμα συκοφάντη, ψευδής κατηγορία, συκοφαντία
αρχ.
σοφιστικό τέχνασμα, σόφισμα.

Greek Monotonic

σῡκοφάντημα: -ατος, τό, επινόημα, τέχνασμα συκοφάντη, διαβολή, συκοφαντία, καταλαλιά, διαβολή, λασπολογία, σε Αισχίν.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκοφάντημα: τό, συκοφάντου τέχνασμα, ψευδὴς κατηγορία, διαβολή, Αἰσχίν. 33. 19, Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 40. ΙΙ. σοφιστικὸν τέχνασμα, σόφισμα, Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 15. 5.

Middle Liddell

σῡκοφάντημα, ατος, τό, [from σῡκοφαντέω]
a sycophant's trick, false accusation, calumny, Aeschin.

English (Woodhouse)

malicious accusation

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)