ταριχηρός: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τᾰρῑχηρός:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''τᾰρῑχηρός:'''<br /><b class="num">1</b> [[служащий для засолки]] ([[γάρος]] Soph.; [[κεράμιον]] Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[издаваемый засоленной пищей]] ([[ὀσμή]] Arst.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 16:50, 25 November 2022
English (LSJ)
ά, όν, A of or for pickled food, τ. κεράμιον a pickling-jar, Arist.HA534a21; τ. ὀσμαί of it, ib.19; τ. γάρος salt fish pickle, S.Fr.606; τὰ τ., opp. τὰ πρόσφατα, Gal.6.351; κρέας τ. Chrysipp.Stoic.3.199, cf. PPetr.3p.167 (iii B.C.), Arr.An.4.21.10, Gal.15.739; φαληρίδες Cleomenes ap.Ath.9.393c. 2 stale, οὖρον PHolm.6.6. II -ηρός, ὁ, pickler, τετάρτη -ηρῶν PPetr.3p.300 (iii B.C.); ἡ σύνταξις ἡ τῶν σειτοποιῶν καὶ τῶν τ. PFay.15.4 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1071] zum τάριχος gehörig, ἀγγεῖον, ein Faß dazu, Arist. H. A. 4, 8; eingesalzen, eingepökelt, eingemacht, Ath. III, 119 a.
Russian (Dvoretsky)
τᾰρῑχηρός:
1 служащий для засолки (γάρος Soph.; κεράμιον Arst.);
2 издаваемый засоленной пищей (ὀσμή Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
τᾰρῑχηρός: -ά, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ταρίχη, εἰς παστὰ εἴδη τροφῆς (τάριχος), τ. κεράμιον ἀγγεῖον πρὸς ἐναπόθεσιν ταρίχων, παστῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 21· τ. ὀσμή, ὀσμὴ παστῶν, αὐτόθι 20 τ. γάρος, γάρος ταρίχων, Σοφ. Ἀποσπ. 531 (ἐν τῷ συντετμημένῳ τύπῳ ταρχηρός)· κρέας τ., παστόν, Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 137Ε, πρβλ. Ἀρρ. Ἀν. 4. 21· φαληρίδες Κλεομ. παρ’ Ἀθην. 393C.
Greek Monolingual
και συντετμημένος τ. ταρχηρός, -ά, -όν, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παστά εδώδιμα
2. (ιδίως για σκεύος) κατάλληλος για την εναπόθεση παστών τροφίμων
3. (για τρόφιμα) παστωμένος
4. παλαιός («ταριχηρὸν οὖρον», πάπ.)
5. το αρσ. ως ουσ. ὁ ταριχηρός
ο ταριχευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάριχος «παστό ψάρι» + κατάλ. -ηρός (πρβλ. οξ-ηρός)].