τριγλώχιν: Difference between revisions

From LSJ

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''τριγλώχῑν:''' и [[τριγλώχις]], ῑνος adj.<br /><b class="num">1)</b> [[трезубый]] ([[ὀϊστός]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[трехконечный]], [[треугольный]] ([[Σικελία]] Pind.);<br /><b class="num">3)</b> [[разрушительный как трезубец]] ([[λόγος]] Luc.).
|elrutext='''τριγλώχῑν:''' и [[τριγλώχις]], ῑνος adj.<br /><b class="num">1</b> [[трезубый]] ([[ὀϊστός]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[трехконечный]], [[треугольный]] ([[Σικελία]] Pind.);<br /><b class="num">3</b> [[разрушительный как трезубец]] ([[λόγος]] Luc.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[ῑ], ινος, <i>[[dreizüngig]], [[dreispitzig]], [[dreizackig]]</i>; [[ὀϊστός]], [[ἰός]], <i>Il</i>. 5.393, 11.507; [[Σικελία]], Pind. frg. 219; sp.D.; Luc. <i>[[Pseudol]]</i>. 29.
|ptext=[ῑ], ινος, <i>[[dreizüngig]], [[dreispitzig]], [[dreizackig]]</i>; [[ὀϊστός]], [[ἰός]], <i>Il</i>. 5.393, 11.507; [[Σικελία]], Pind. frg. 219; sp.D.; Luc. <i>[[Pseudol]]</i>. 29.
}}
}}

Revision as of 16:55, 25 November 2022

French (Bailly abrégé)

c. τριγλώχις.

Greek Monolingual

-ινος, ο, η, ΝΜΑ, και τριγλώχις, -ινος και σπάν. τ. ουδ. πληθ. τριγλώχινα, ΜΑ
αυτός που έχει τρεις γλωχίνες, τρεις αιχμές («τριγλώχινα Σικελίαν», Πίνδ.)
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο τριγλώχιν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια γιουγκαγινίδες της τάξης ποταμογειτονώδη και περιλαμβάνει 15 περίπου είδη πολυετών ριζωματωδών ποωδών φυτών τα οποία απαντούν σε έλη και υγρές ποώδεις διαπλάσεις τών εύκρατων περιοχών και τών δύο ημισφαιρίων
2. φρ. «τριγλώχιν βαλβίδα»
ανατ. η βαλβίδα του δεξιού κολποκοιλιακού στομίου της καρδιάς, η οποία κατά την καρδιακή συστολή εμποδίζει την παλινδρόμηση του αίματος από τη δεξιά κοιλία στον δεξιό κόλπο
μσν.
φρ. «τριγλώχινες ὑμένες» — οι βαλβίδες της καρδιάς (Θεόφιλ. Πρωτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + γλωχίν «αιχμή, μύτη» (πρβλ. τετρα-γλώχιν / τετρα-γλώχις)].

Russian (Dvoretsky)

τριγλώχῑν: и τριγλώχις, ῑνος adj.
1 трезубый (ὀϊστός Hom.);
2 трехконечный, треугольный (Σικελία Pind.);
3 разрушительный как трезубец (λόγος Luc.).

German (Pape)

[ῑ], ινος, dreizüngig, dreispitzig, dreizackig; ὀϊστός, ἰός, Il. 5.393, 11.507; Σικελία, Pind. frg. 219; sp.D.; Luc. Pseudol. 29.