ἀνέμητος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀνέμητος:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἀνέμητος:'''<br /><b class="num">1</b> [[неразделенный]], [[нераспределенный]] ([[οὐσία]] Aeschin., Dem.; κοινὸς καὶ ἀ. Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[не получивший надела]], [[обделенный]], [[обездоленный]] ([[ὄχλος]] Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:20, 25 November 2022
English (LSJ)
ον, A not distributed, οὐσία Aeschin.1.102, D.44.10; undivided, Max.Tyr.35.7. 2 Act., having no share, Plu.Cat.Mi.26.
Spanish (DGE)
-ον
1 sent. pas. no distribuido οὐσία Aeschin.1.102, D.44.10, ἀνέμητα· ἀμέριστα Hsch.
2 sent. act. que no participa τὸν ἄπορον καὶ ἀ. ὄχλον Plu.Cat.Mi.26.
German (Pape)
[Seite 222] 1) unvertheilt, bes. von Erbschaften, ἀνεμήτου τῆς οὐσίας οὔσης Aesch. 1, 102; οὐσίαν ἀν. συγχωρῆσαι, ohne Ansprüche darauf zu machen, überlassen, Dem. 44, 10. – 2) ohne Antheil, ὄχλος ἄπορος καὶ ἀν., dem noch kein Landeigenthum zugetheilt worden, Plut. Cat. min. 26; App. Civ. 418.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non partagé;
2 qui n’a pas de part ; sans patrimoine, sans ressources.
Étymologie: ἀ, νέμω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνέμητος:
1 неразделенный, нераспределенный (οὐσία Aeschin., Dem.; κοινὸς καὶ ἀ. Plut.);
2 не получивший надела, обделенный, обездоленный (ὄχλος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέμητος: ον ὁ μὴ διανεμηθείς, οὐσία Αἰσχίν. 14. 31, Δημ. 1083. 16· ὁ μὴ διαιρούμενος, τὸ ἀγαθὸν ἕν, ἀνέμητον, ἀδιαίρετον, Μάξ. Τύρ. 35. 7. 2) ἐνεργ., μηδεμίαν ἔχων κληρουχίαν, ἀναλαβεῖν τὸν ἄπορον καὶ ἀνέμητον ὄχλον, ᾧ οὐκ ἀπενεμήθη κλῆρος γῆς, Πλουτ. Κάτων νεώτ. 26.
Greek Monolingual
ἀνέμητος, -ον (Α) νέμω
1. αδιανέμητος, αμοίραστος
2. μη δεκτικός διαίρεσης, αδιαίρετος
3. (όχλος) που δεν πήρε κλήρο γης.
Greek Monotonic
ἀνέμητος: -ον (νέμω),
1. μη διανεμημένος, σε Δημ.
2. Ενεργ., αυτός που δεν έχει μερίδιο, σε Πλούτ.
Middle Liddell
νέμω
1. not distributed, Dem.
2. act. having no share, Plut.