χαλκόπυλος: Difference between revisions

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''χαλκόπῠλος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[с медными вратами]] ([[ἱρόν]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[обитающий в храме с медными вратами]] ([[θεά]] Eur.).
|elrutext='''χαλκόπῠλος:'''<br /><b class="num">1</b> [[с медными вратами]] ([[ἱρόν]] Her.);<br /><b class="num">2</b> [[обитающий в храме с медными вратами]] ([[θεά]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 17:35, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκόπῠλος Medium diacritics: χαλκόπυλος Low diacritics: χαλκόπυλος Capitals: ΧΑΛΚΟΠΥΛΟΣ
Transliteration A: chalkópylos Transliteration B: chalkopylos Transliteration C: chalkopylos Beta Code: xalko/pulos

English (LSJ)

ον, with gates of brass or with gates of bronze, ἱρόν Hdt.1.181; χαλκόπυλος θεά, epithet of Athena, E.Tr.1113 (lyr.); ὕδωρ, of Castalia, because issuing from bronze spouts in the shape of lions' heads, Pi.Pae.6.7.

German (Pape)

[Seite 1331] mit ehernen oder kupfernen Thoren, Pforten, Her. 1, 181; θεά, Athene, die sonst χαλκί. οικος heißt, Eur. Troad. 1113, l. d.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux portes d'airain.
Étymologie: χαλκός, πύλη.

Russian (Dvoretsky)

χαλκόπῠλος:
1 с медными вратами (ἱρόν Her.);
2 обитающий в храме с медными вратами (θεά Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

χαλκόπῠλος: -ον, ὁ ἔχων πύλας ἐκ χαλκοῦ ἢ ὀρειχάλκου, ἱερὸν Ἡρόδ. 1. 181· χαλκ. θεά, ἐπίθ. τῆς Ἀθηνᾶς ὡς τὸ χαλκίοικος, Εὐρ. Τρῳ. 1113.

English (Slater)

χαλκόπῠλος with gates of bronze ὕδατι γὰρ ἐπὶ χαλκοπύλῳ Κασταλίας (ἐπεὶ διὰ χαλκῶν λεοντοχασματίων ῥεῖ Σ.) (Pae. 6.7)

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει χάλκινες πύλες («Διὸς Βήλου ἱερὸν χαλκόπυλον», Ηρόδ.)
2. (ως προσωνυμία της Αθηνάς) αυτή που λατρεύεται σε ναό με χάλκινες πύλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -πυλος (< πύλη), πρβλ. καλλί-πυλος, μακρό-πυλος].

Greek Monotonic

χαλκόπῠλος: -ον (πύλη), αυτός που έχει πύλες από χαλκό σε Ηρόδ.· χαλκόπυλος θεά, επίθ. για την Αθηνά, σε Ευρ.

Middle Liddell

χαλκό-πῠλος, ον, πύλη
with gates of bronze, Hdt.; χαλκ. θεά, epithet of Athena, Eur.