ὄχησις: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὄχησις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ὄχησις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[перевозка]], [[перетаскивание]] Plat.;<br /><b class="num">2</b> [[езда]]: ἵππων ὀχήσεις Plat. езда на лошадях. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:46, 25 November 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, a being carried, Pl.Ti.89a (pl.), Arist.Ph.243a17; ἵππων ὀχήσεις riding, Pl.R.452c, cf. Phld.Rh.2.197 S.; τὴν ὄχησιν ἐπὶ τῆς γῆς ποιεῖσθαι, = ὀχεῖσθαι, Str.1.3.12; ἡ ὄ. πλείστη ἐπὶ τοῦ ὑγιέος σκέλεος, of lame people, the weight is thrown on the good leg, in walking, Hp. Art.52.
German (Pape)
[Seite 430] ἡ, das Fahren, Reiten; ἵππων, Plat. Rep. V, 452 c; ὄχησιν ποιεῖσθαι, = ὀχεῖσθαι, Strab.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de se faire voiturer ou transporter.
Étymologie: ὀχέω.
Russian (Dvoretsky)
ὄχησις: εως ἡ
1 перевозка, перетаскивание Plat.;
2 езда: ἵππων ὀχήσεις Plat. езда на лошадях.
Greek (Liddell-Scott)
ὄχησις: ἡ, (ὀχέω) τὸ φέρειν, μεταφέρειν, μεταβίβασις, Πλάτ. Τίμ. 89Α. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) τὸ μεταφέρεσθαι, Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, 6· ἵππων ὀχήσεις, ἱππασίας, Πλάτ. Πολ. 452C· ὄχησιν ποιεῖσθαι = ὀχεῖσθαι, Στράβ. 155· ἡ ὄχ. πλείστη ἐπὶ τοῦ ὑγιέος σκέλεος, ἐπὶ χωλῶν, τὸ βάρος τοῦ σώματος ῥίπτεται εἰς τὸ ὑγιὲς σκέλος κατὰ τὸ βάδισμα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 819.
Greek Monotonic
ὄχησις: ἡ (ὀχέω),
I. μεταφορά, σε Πλάτ.
II. (από Παθ.) το να μεταφέρεται κάποιος· ἵππων ὀχήσεις, ιππασία, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ὄχησις, εως, ὀχέω
I. a bearing, carrying, Plat.
II. (from Pass.) a being carried, ἵππων ὀχήσεις riding, Plat.