ἑλκωτικός: Difference between revisions
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<i>sc</i>." to "<i>sc.</i>") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> medic., farm. [[corrosivo]], [[irritante]], [[que produce ulceraciones]] ref. a medicamentos αἱ ἑλκωτικαὶ δυνάμεις Dsc.1.128.5, cf. 2.61.2, 62, Orib.12.σ.2, de la clemátide, Gal.12.31, c. gen. ὁ ὀπὸς ... [[ἑλκωτικός]] τε σωμάτων Dsc.1.128.3, cf. Gal.11.684<br /><b class="num">•</b>fig. [[corrosivo]], [[hiriente]] οἱ δ' Ἀριστοφάνους ἅλες ... ἑλκωτικὴν δριμύτητα καὶ δηκτικὴν ἔχουσι Plu.2.854c.<br /><b class="num">2</b> subst. ἡ ἑλκωτικὴ (<i>sc</i> | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> medic., farm. [[corrosivo]], [[irritante]], [[que produce ulceraciones]] ref. a medicamentos αἱ ἑλκωτικαὶ δυνάμεις Dsc.1.128.5, cf. 2.61.2, 62, Orib.12.σ.2, de la clemátide, Gal.12.31, c. gen. ὁ ὀπὸς ... [[ἑλκωτικός]] τε σωμάτων Dsc.1.128.3, cf. Gal.11.684<br /><b class="num">•</b>fig. [[corrosivo]], [[hiriente]] οἱ δ' Ἀριστοφάνους ἅλες ... ἑλκωτικὴν δριμύτητα καὶ δηκτικὴν ἔχουσι Plu.2.854c.<br /><b class="num">2</b> subst. ἡ ἑλκωτικὴ (<i>[[sc.]]</i> [[ἔμπλαστρος]]) [[emplasto cáustico]], <i>PMerton</i> 12.15, 16, 18 (I d.C.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:25, 27 November 2022
English (LSJ)
ή, όν,= ἑλκωματικός, Dsc.1.128.3: metaph., exasperating, δριμύτης Plu.2.854c.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 medic., farm. corrosivo, irritante, que produce ulceraciones ref. a medicamentos αἱ ἑλκωτικαὶ δυνάμεις Dsc.1.128.5, cf. 2.61.2, 62, Orib.12.σ.2, de la clemátide, Gal.12.31, c. gen. ὁ ὀπὸς ... ἑλκωτικός τε σωμάτων Dsc.1.128.3, cf. Gal.11.684
•fig. corrosivo, hiriente οἱ δ' Ἀριστοφάνους ἅλες ... ἑλκωτικὴν δριμύτητα καὶ δηκτικὴν ἔχουσι Plu.2.854c.
2 subst. ἡ ἑλκωτικὴ (sc. ἔμπλαστρος) emplasto cáustico, PMerton 12.15, 16, 18 (I d.C.).
German (Pape)
[Seite 800] = ἑλκωματικός, Medic.; übtr., ἑλκ. καὶ δηκτικὴ δριμύτης, von der Komödie des Aristophanes, Plut. Ar. et Men. 4.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à ulcérer.
Étymologie: ἑλκόω.
Russian (Dvoretsky)
ἑλκωτικός: язвительный (δριμύτης Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑλκωτικός: -ή, -όν, = ἑλκωματικός, Διοσκ. 1. 183· μεταφ., δριμύς, Πλούτ. 2. 854C.
Greek Monolingual
ἑλκωτικός, -ή, -όν (AM)
1. ελκωματικός
2. ερεθιστικός.