δοκάω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know

Source
(9)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\wÄäÖöÜüẞß]+), ([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to "$1, $2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0652.png Seite 652]] bei Hesych. = folgdm, wohl f. L.; – [[δεδοκημένος]], <b class="b2">aufpassend, erwartend</b>, von [[δοκάω]] oder von [[δοκέω]], Hom. Iliad. 15, 730 Hes. Scut. 214 Ap. Rh. 2, 406, wird der Bdtg wegen zu [[δέχομαι]] gerechnet. Vgl. [[δέχομαι]], δοκεαω, [[δοκέω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0652.png Seite 652]] bei Hesych. = folgdm, wohl f. L.; – [[δεδοκημένος]], [[aufpassend]], [[erwartend]], von [[δοκάω]] oder von [[δοκέω]], Hom. Iliad. 15, 730 Hes. Scut. 214 Ap. Rh. 2, 406, wird der Bdtg wegen zu [[δέχομαι]] gerechnet. Vgl. [[δέχομαι]], δοκεαω, [[δοκέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α δοκῶ, -άω)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εννοώ]], [[καταλαβαίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τηρώ]]<br /><b>2.</b> [[προσδοκώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για άχρηστο ενεστ. που μαρτυρείται μόνο εν συνθέσει στο ρ. [[προσδοκώ]] (-<i>άω</i>) και ανάγεται σε [[κοινή]] [[ρίζα]] με τα [[δοκώ]], [[δοκεύω]], [[δοκάζω]]].
|mltxt=(Α δοκῶ, -άω)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εννοώ]], [[καταλαβαίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τηρώ]]<br /><b>2.</b> [[προσδοκώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για άχρηστο ενεστ. που μαρτυρείται μόνο εν συνθέσει στο ρ. [[προσδοκώ]] (-<i>άω</i>) και ανάγεται σε [[κοινή]] [[ρίζα]] με τα [[δοκώ]], [[δοκεύω]], [[δοκάζω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δοκάω:''' χρησιμ. ως ενεστ. του [[δεδοκημένος]], βλ. [[δέχομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 17:33, 27 November 2022

German (Pape)

[Seite 652] bei Hesych. = folgdm, wohl f. L.; – δεδοκημένος, aufpassend, erwartend, von δοκάω oder von δοκέω, Hom. Iliad. 15, 730 Hes. Scut. 214 Ap. Rh. 2, 406, wird der Bdtg wegen zu δέχομαι gerechnet. Vgl. δέχομαι, δοκεαω, δοκέω.

Greek (Liddell-Scott)

δοκάω: λαμβανόμενον ὡς ἐνεστ. τοῦ δεδοκημένος· ἀλλ’ ἴδε ἐν λ. δέχομαι.

English (Autenrieth)

aor. part. δοκεύσᾶς, mid. perf. δεδοκημένος: observe sharply, watch; τινά, Ψ 32, Od. 5.274; abs., ἑστήκει δεδοκημένος, ‘on the watch,’ Il. 15.730.

Greek Monolingual

(Α δοκῶ, -άω)
νεοελλ.
εννοώ, καταλαβαίνω
αρχ.
1. τηρώ
2. προσδοκώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για άχρηστο ενεστ. που μαρτυρείται μόνο εν συνθέσει στο ρ. προσδοκώ (-άω) και ανάγεται σε κοινή ρίζα με τα δοκώ, δοκεύω, δοκάζω].

Greek Monotonic

δοκάω: χρησιμ. ως ενεστ. του δεδοκημένος, βλ. δέχομαι.